γλυκοζαχαρένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοζαχαρένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκοζαχαρένιˬος ἐπίθ. Κρήτ. - Λεξ. Δημητρ. γλυκοζ-ζαχαρένιˬος Κάρπ. Κάσ. Θηλ. γλυκοζ-ζαχαρένη Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. γλυκὸς καὶ ζαχαρένιˬος. Ἡ λ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 561 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδίδ.)
Σημασιολογία
1) Κυριολ., ὁ προκαλῶν τέρψιν εὐχαρίστησιν, γλυκύτητα, ὡς ἡ ζάχαρις Κάρπ. Κάσ.: ᾌσμ. Χαρῶ τα τὰ ματάκιˬα σου τὰ γλυκοζ-ζαχαρένιˬα, ποὺ κάνουν τὰ πρικὰ γλυκὰ καὶ τ᾿ ἄγριˬα μερωμένα Κάσ. Τσ᾿ ἡ Δέσποινά μου νά᾿ -κ-καλά, ἡ γλυκοζ-ζαχαρένη, θαρρεῖς πὼς ἔχει συντζενdὰ μὲ τὴ-χ-αριτωμένη Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἐρωτοκρ. Α 561(ἕκδ. Σ. Ξανθουδίδ.) «κι ἀρχίζει πάλι τὸ σκοπὸ τὸ γλυκοζαχαρένιο». 2) Μεταφ., ὁ προσηνής, ὁ γλυκὺς τὴν ἔκφρασιν Κρήτ.: ᾎσμ. Ποὺ σέρνεις τοὺς ὑπασπιστὰς τσ᾿ ἀξιοτιμημένους τοὺς εὐγενεῖς, τοὺς ἔμορφους, τοὺς γλυκοζαχαρένιˬους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA