γλυκοζαχαρώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοζαχαρώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοζαχαρώνω Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 320.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ζαχαρώνω.

Σημασιολογία

Ἐρωτοτροπῶ: Ποίημ. Μὴ σᾶς τρομάξῃ αὔριον, ἂν ἴσως καὶ ἐμβῆτε σὲ καμαρούλ᾿ ἀπόκρυφη καὶ ξαφνισμένα ἰδῆτε τὴν ανιψούλα μὲ τὸ θε͜ιὸ νὰ γλυκοζαχαρώνῃ καὶ μὲ τὸν ἴδιˬο ἀδελφό νὰ κρυφοζευγαρώνῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/