δασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

δασιˬὰ ἐπίρρ. Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Θεσσ. (Πήλ.) Κέρκ. (Καρουσ.) Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀναβρ. Ἀνδροῦσ. Σκορτσιν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) δασὰ Εὔβ. (Κουρούν. Ψαχν.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Λῆμν. Στερελλ. (Δεσφ. Φθιῶτ.) δαὰ Θεσσ. (Γερακάρ. Τρίκερ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δασύς. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Πυκνῶς ἔνθ᾿ ἀν.: Τὰ φύτεψα δασιˬὰ τὰ σκόρδα Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) Τό ᾿ρριξες δαὰ τὸ γέννημα καὶ δαοφύτρωσε Πελοπν. (Γαργαλ.) Αὐτὰ τὰ δέντρα εἶναι πολὺ δασὰ φυτεμένα Θρᾴκ. (Αἶν.) Χωράφι δασὰ - δασὰ σπαρμένο Στερελλ. (Δεσφ.) Πουλὺ δασιˬὰ τά ᾿σπειρις τὰ στάρια ᾿φέτο Εὔβ. (Ἄκρ.) Λιγά᾿ δασιˬὰ φύτρουσι κεί᾿ ἡ φάβα κὶ θέλ᾿ ἀνάργιμα (= ἀραίωμα) αὐτόθ. Δασιˬὰ τό ᾿σπειρες τὸ στάρι Κρήτ. (Κίσ.) Ἐφυτρώσανε ὀφέτος δασιˬὰ τὰ ροβίθιˬα αὐτόθ. Μὴ dὰ βάν᾿ς ἔτσ᾿ δασὰ - δασὰ, γιˬατ᾿ δὲ φαίν᾿νται Εὔβ. (Ψαχν.) Δασὰ νὰ τὰ κ᾿κκίῃς τὰ ριβίθιˬα (κ᾿κίῃς = κουκκίσῃς, σπείρῃς) Λῆμν. || Αἴνιγμ. Ἕνας πιτσένιˬους οὐρανὸς δασὰ-δασὰ χιˬουνί᾿ (τὸ κόσκινον) Λῆμν. || ᾌσμ. Ράψε τον δασὰ-δασὰ, | θὰ γείρῃ ράχες καὶ βουνὰ (ἐνν. τὸ φλάμπουρο· λάβαρον γάμου) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ράψ᾿τουν καλά, ράψ᾿ τουν δαά, | θὰ γείρῃ ράχις κὶ βουνὰ (ὅμοιον μὲ τὸ προηγουμ.) Θεσσ. (Γερακάρ.) Συνών. κρουστά, πυκνά, ἀντίθ. ἀραιά. 2) Συχνὰ, χρονικῶς Θεσσ. (Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Λῆμν. κ.ἀ.: Δασὰ πέφτουν τὰ κανόνιˬα Θρᾴκ. Δασὰ-δασὰ ἀστράφτ᾿ κι βρουdᾷ Λῆμν. Δάιψι ἡ κουσμά᾿ς, δαά-δαά ψώ᾿ζαν Τρίκερ. || ᾌσμ. Συχνὰ πυκνὰ λαλοῦνε, δασὰ καὶ κελαῃδοῦνε τὸ πῶς σὲ ἀγαπῶ (ἐνν. τὰ πουλλάκια) Αἶν. Δασὰ - δασὰ μὲ κέρναε κιˬ ἀνάριˬα μὲ κερνοῦσε αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/