γλυκοζυμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοζυμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοζυμώνω Κρήτ. (Κατσιδ.) Μετοχ. γλυκοζυμωμένη Κρητ. γλυκουζ᾿μουμένους Θεσσ. (Χάσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ζυμώνω.

Σημασιολογία

1) Ζυμώνω ρίπτων εἰς τὴν ζύμην οὐσίας γλυκείας Θεσσ. (Χάσ.): ᾎσμ. Θὰ σοῦ φκε͜ιάσου κ᾿λούρα, Λαζαρῖνα, γλυκουζ᾿μουμέ᾿ καὶ καλὰ ψημέ᾿. 2) Ζυμώνω τῆν ζύμην ἐκ δευτέρου, ὥστε νὰ ζυμωθῆ ὅλον τὸ ἄλευρον Κρήτ. (Κατσιδ.): Ἅμα ζυμώσῃς τὸ ψωμί, νὰ ξανοίξῃς νὰ τὸ γλυκοζυμώσῃς καλὰ (νὰ ξανοίξῃς = νὰ φροντίσῃς). Ἐτελείωσα τὸ ζύμωμα καὶ θέλω ἀκόμη νὰ τὸ γλυκοζυμώσω. 3) Μεταφ. ἡ μετοχ. γλυκοζυμωμένος, ὁ τυχὼν πολλῆς τρυφερότητος, στοργῆς, φροντίδος Κρήτ.: ᾎσμ. Χαρῶ τη τὴν ἀγάπη σου τὴ γλυκοζυμωμένη, μέσα ᾿ς τὰ φύλλα τσῆ καρδιˬᾶς τὴν ἔχω ᾿γὼ κλεισμένη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/