δασικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δασικὸς ἐπίθ. λόγ. κοιν. δα᾿κός πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὸ δάσος λόγ. κοιν.: Δασικὴ ζώνη - περιφέρεια. Δασικὸς πλοῦτος. Δασικὰ προϊόντα. Δασικὲς ἐκτάσεις λόγ. κοιν. 2) Τὸ ἀρσεν. ὡς οὐσ., ὁ ὑπάλληλος τῆς δασικῆς ὑπηρεσίας λόγ. κοιν.: Οὑ ἀγρουφύλακας κά᾿ κί τοὺ δα᾿κὸ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τοὺν τσάκουσι ἡ δα᾿κὸς μὶ λουμάκιˬα κὶ τοὺν πῆρι τοὺ τσικούρ᾿ (λουμάκιˬα = κλαδιὰ δένδρων) Μακεδ. (Γήλοφ.) Ποῦ κουτᾷς νὰ κόψ᾿ς κανένα κλαρί, οὑ δα᾿κὸς θὰ σί καταγγεί᾿! Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἂς γινόσαν δασικός, νὰ τρῶς κοκόριˬα Ἤπ. (Ἑλληνικ.) Πῆρα τοὺ δα᾿κό νὰ μ᾿ σφραΐσ᾿ κἄτ᾿ πεύκιˬα Εὔβ. (Ἄκρ.) || ᾎσμ. Γιˬατί, μουρὴ κουπέλα, μᾶς τό ᾿κανις αὐτό; παράτησις τοὺν ἄdρα σ᾿ κὶ πῆρις δασικό; Ἤπ. (Ἰωάνν.) β) Ὁ δασάρχης, τὸ ὁπ. βλ., Πελοπν. (Κοπαν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA