δασίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δασίλα ἡ, Σ. Μυριβήλ., Ζωὴ ἐν τάφ., 91 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίλα. Πβ. τὰ ἀβγουλίλα, θαλασσίλα, χωματίλα. Ὀσμὴ προερχομένη ἐκ τοῦ δάσους ἔνθ᾿ ἀν.:

Σημασιολογία

Τὸ δάσος ἔχει φοβερὴ φωνή, ποὺ κυματίζει, καὶ τὸ θεόρατο κορμὶ του μυρίζει δυνατὰ δασίλα, ποὺ ἀκόμα πικρομοσκοβολάει πάνω ᾿ς τὰ ροῦχα μου Σ. Μυριβήλ., ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/