γλυκόηχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόηχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόηχος ἐπίθ. κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 158 Σ. Παναγιωτόπ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 325 Γ. Ψυχάρ., Ἁγν., 75 - Ν. Ἑστ. 11 (1932), 325 γλυκύηχος Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἑπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἦχος. Ὁ τύπ. γλυκύηχος ἐκ τοῦ λογ. τύπ. γλυκύς.
Σημασιολογία
Ὁ παράγων εὐχάριστον, γλυκύν ἦχον ἔνθ᾿ ἀν.: Χτυπᾷ τ᾿ ἀφτί του ἄλλο τραγούδι, μαγευτικό, μεγαλόπρεπο, γλυκόηχο, χιλιˬόφωνο κιˬ ἁρμονικὸ Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Ν᾿ ἀκούσουμε τὸ γλυκόηχο ψάλσιμο ποὺ σὲ κάνει καὶ κλαῖς Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Καὶ τὰ νεράκιˬα τ᾿ ἄβαθα, γλυκόηχα, κρύα, καθάριˬα, γιˬὰ νὰ τὰ πιˬῇς τὰ ἡλιˬόλαμπρα καὶ τὰ ποτιστικὰ Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἄς ἦταν φεγγαρόλουστο ἕνα βράδυ ν᾿ ἀράξω ᾿ς τὸ εὐωδᾶτο σου λιμάνι μὲ μιˬᾶς κιθάρας τὸ γλυκόηχο χάδι. Σ. Παναγιωτόπ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA