γυναικοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυναικοφέρνω σύνηθ. ᾿υναικοφέρνω Κάσ. γεναικοφέρνω Κῶς κ.ἀ. γυναικουφέρου Ἤπ. ᾿ναικουφέρνου Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) γυνικουφέρνου Ἤπ. (Κουκούλ.) ᾿νικουφέρνου Θεσσ. (Δομοκ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Σταγιᾶδ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γαλατ. Γήλοφ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Σπαρτ. Φθιῶτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυναῖκα καὶ τοῦ ρ. φέρνω, διὰ τὸ ὁπ. ὡς β´ συνθετ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910),252.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ἀνδρος, φέρομαι ὡς γυνή, ἔχω τρόπους γυναικός, ἐκτελῶ ἔργα ἰδιάζοντα εἰς γυναῖκας σύνηθ.: Πολὺ γυναικοφέρνει ὁ Σωτήρης, ἀκόμα κ᾿ ἡ φωνή του μο͜ιάζει γυναικεία σύνηθ. ᾿ναικουφέρ᾿ μ᾿ φαίνιτι, ᾿γά ᾿αὐτὸς οὑ χριστιανὸς Εὔβ. (Ἄκρ.) Πουλὺ ᾿νικουφέρ᾿ οὑ μασκαρᾶς Μακεδ. (Γαλατ.) Δὲ σ᾿ φαίνιτι νὰ γυνικουφέρ᾿ αὐτὸς οὑ ἄνθρωπους; Ἤπ. (Κουκούλ.) Πολὺ ᾿υναικοφέρνει τὸ παιί του Κάσ. Συνών. γυναικίζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA