γλυκόθωρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόθωρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόθωρος ἐπίθ. Σκῦρ. - Γ. Βλαχογιάνν., Λόγ. καὶ Ἀντίλογ., 51 Σ. Σκίπ., Ἀγ. Βαρβάρ., 58 Νύχτ. Πρωτομ., 50 Γ. Ψυχάρ., Ὀνειρ. Γιαννίρ., 419 καὶ 439 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. θωριˬά.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων γλυκεῖαν τὴν ὄψιν καὶ εὐχαρίστως διὰ τοῦτο ὁρώμενος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἥλιˬος ψυχρός, μόνο γλυκόθωρος καὶ παιγνιδιˬάρης Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾿ ἀν. Μὰ ἕνα χρῶμα γλυκόθωρο κιˬ ἁπαλὸ, καμωμένο ἀπὸ χίλιˬα χρώματα συνάμα μάγευε τὴ φύση καὶ τὴν καρδιˬά της Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν., 439. Κανεὶς δὲ φαντάζεται, σὰν σὲ βλέπῃ τόσο γλυκόθωρο, πὼς κρύβεις τραχε͜ιὰ ψυχὴ Σ. Σκίπ., ἔνθ᾿ ἀν || ᾎσμ. Ματάτσα μου γλυκόθωρα τσαὶ σιγανὰ ᾿ς τὸ νάζι, σὲ πο͜ιό μπαξὲ θὰ πά᾿ νὰ βροῦ λουλούδι νὰ σᾶς μο͜ιάζη; Σκῦρ. Συνών. γλυκοθώρητος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA