δασκάλαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκάλαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δασκάλαρος ὁ, ἐνιαχ. δασκαλαρὲ ἡ, Δ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ δάσκαλος καὶ τῆς μεγεθ. παραγωγ. καταλ. - αρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ εὔσωμος διδάσκαλος ἔνθ᾿ ἀν. 2) Ὁ λίαν ἱκανὸς διδάσκαλος ἐνιαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA