γυναικώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυναικώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυναικώνω ἐνιαχ. γεναικώνω Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. γυναικόω.

Σημασιολογία

Καθίσταμαι γυνὴ ἀπὸ νεᾶνις ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Πρῶμα μὲ μ-μου γεναίκωσες τ᾿ ὲν τ᾿ ἔχω σε καμάριν (μήπως ἔγινες προώρως γυνὴ καὶ δὲν σὲ καμαρώνω διὰ τοῦτο).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/