γλυκόκαιρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόκαιρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλυκόκαιρος ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. καιρός.

Σημασιολογία

Ὁ ἤπιος, γλυκὸς καιρός, ἡ εὐδία: Γλυκόκαιρος ἐδὰ εἶναι σήμερα, γιˬάνdα καὶ δὲν ἥβγαινες καὶ σὺ ὄξω; Ὅλο γλυκόκαιροί ᾿τονε τὰ διˬάζ᾿ ἐτοῦτα (διˬάζ᾿ = διάστημα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/