δασκαλε͜ιὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλε͜ιὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασκαλε͜ιὸ τὸ, δασκαλεῖον Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Βάιγ. δσκαλεῖον Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) δασκαλε͜ιὸ Βιθυν. (Κατιρ.) Κρήτ. Νίσυρ. Πάτμ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ρόδ. Σκῦρ. - Λεξ. Βλαστ., 350 Δημητρ. δασκαλε͜ιὸν Λυκ (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. διδασκαλεῖον κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. δάσκαλος < διδάσκαλος. Ὁ τύπ. δασκαλε͜ιὸν καὶ εἰς Σομ. εἰς λ. διδασκαλεῖον.
Σημασιολογία
Σχολεῖον ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Σ τὰ χρόνιˬα μας δὲμ π᾿γαίνανε τὰ κορίτσα ᾿ς τὸ δασκαλε͜ιὸ Σκῦρ. Πῆα ᾿ς τὸ δασκαλε͜ιὸ τσ᾿ ἔμπλεξα τὸ δάσκαλο (ἔμπλεξα = ἐζήτησα τὸν λόγον) αὐτόθ. || ᾌσμ. ᾿Σ τὸ δασκαλε͜ιὸ μὲ στείλανε, | νὰ πά᾿ νὰ μάθω γράμματα, νὰ πά᾿ νὰ μάθω γράμματα | καὶ γράμματα δὲν ἔμαθα Βιθυν. (Κατιρ.) Ἂς πάω εἰς τὸ δασκαλε͜ιό, | ἴσως ὁ νοῦς της ἔβαλε νά ᾿μπῃ νὰ μάθῃ γράμματα, | νά ᾿μπῃ νὰ κάμῃ θάματα Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA