δασκάλεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκάλεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασκάλεμα τό, πολλαχ. διˬασκάλεμα Πόντ. (Οἰν.) δσκάλεμαν Πόντ. (Σταυρ. Τραπ.) δεσκάλεμαν Πόντ. (Χαλδ.) δασκάλιμα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δασκαλεύω. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλαχ. καὶ Σομ.
Σημασιολογία
Διδασκαλία, δίδαγμα, νουθεσία Ἀθῆν. Ἴμβρ. Κῶς Μακεδ. (Βέρ.) Πόντ (Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ὑπάτ.) - Κ. Παλαμ., Γράμματ. ΙΙ, 156, 174 - Λεξ. Βάιγ. Αἰν. Ἠπίτ. Δημητρ.: Ἄρχισες πάλι τὸ δασκάλεμα. Εἴκοσι χρόνιˬα ἀκούω αὐτὰ τὰ πράματα μὲ σένα Ἀθῆν. Δὲν ξεφεύγει αὐτὸς ἀπὸ τὸ δασκάλεμα, ποὺ τοῦ ᾿καναν αὐτόθ. Κατὰ τὸ δασκάλεμα ποὺ τοῦ ᾿καμες, ᾿ὲθ θὰ τὰ βgάλῃ πέρα Κῶς. Ἀτὰ εἶναι ξένα διˬασκαλέματα Οἰν. Τοῦ φτάνουν τοῦ λαοῦ μας τὰ γενναῖα διˬασκαλέματα τῆς μικροπολιτικῆς Κ. Παλαμ., Γράμματ. ΙΙ, 156. Συνών. ἀρμήνε͜ια 2. β) Κακὴ συμβουλὴ, κρυφία εἰσήγησις, προτροπὴ πρὸς τὸ κακὸν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Βέρ. Βόιον) Παξ. Πελοπν. (Γαργαλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) - Κ. Παλαμ., Γράμματ. ΙΙ, 119: Τὰ ξέρω ᾿γὼ τὰ δασκαλέματα ποὺ κάνεις ᾿ς τὸ γιˬό σου. Οὕλη μέρα τονὲ δασκαλεύεις, γιˬὰ νὰ μὲ πειράζῃ Κεφαλλ. Θὰ τὸν ἀρχίσῃ μὲ τὰ δασκαλέματά του καὶ θὰν τόνε κάνῃ ἴσο κιˬ ὅμο͜ιο του Γαργαλ. Μὲ τρόπους καὶ μὲ δασκαλέματα μεταμορφώνει τὸ παιδὶ ᾿ς ἕνα εἶδος ἠθικοῦ σακάτη Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA