δασκαλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δασκαλεύω κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) δασκαλεύου κοιν. βορ. ἰδιωμ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) δασκαεύου Ἤπ. (Κόνιτσ.) διˬασκαλεύω Πόντ. (Οἰν.) δσκαλεύω Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. κ.ἀ.) δεσκαλεύω Πόντ. (Χαλδ.) γιˬασκαλεύω Καππ. (Ἀραβάν.) δασκαλεύγω Ἄνδρ. Ἰκαρ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Κῶς Μεγίστ. Ρόδ. Σίφν. Χίος (Πισπιλ.) δασκαλεύγιˬω Ρόδ. δασκαλεύγου Εὔβ. (Ἀνδρων.) Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.) δασκαλεύgιˬω Ρόδ. δασκαλεύgω Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. δασκαλεύκω Κύπρ. Κῶς κ.ἀ. δασκαλεύγκουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. Καστάν.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. δασκαλεύω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ. Ὁ τύπ. δασκαλεύγω καὶ εἰς Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Διδάσκω, ἐπαγγέλλομαι τὸν διδάσκαλον Εὔβ. (Χαλκ.) Ἰκαρ. Κάρπ. Πελοπν. (Καρδαμ.) Πόντ. (Σταυρ. Τραπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λαμ.) - Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Μπριγκ.: Ποῦ δασκαλεύ᾿ς τώρα, δάσκαλι; Αἰτωλ. Ἰγὼ δασκάλιψα ᾿ς τοὺ χουριˬὸ αὐτόθ. Καλογέροι καὶ ἀσκητὲς δασκαλεύγανε ᾿ς τὰ παιδιˬὰ τὴ δική τους θρησκεία Ἰκαρ. Τσοίταξε ἡ γραῖα πῶς δασκαλεύει τὴ gοπελίτσα ᾿ς τὸ γνέσιμο Καρδαμ. || Παροιμ. Δασκάλεψε, δασκάλεψε, | ἔμαθε ἡ Μάρω γράμματα (διὰ τῆς ἐπιμονῆς ἐπιτυγχάνεται τὸ ἐπιδιωκόμενον) Κάρπ. || ᾌσμ. Καὶ φέρνουν μέσα Χιˬώτισσες | δασκάλες καὶ μαστόρισσες, νὰ δασκαλέψουν τὸ φιλὶ | κάθε μιˬανῆς μὲ τὴν τιμὴ Χαλκ. Δσκαλε, δσκάλεψον, | σκύλλ᾿ κοβόρ σώρεψον (σκύλλ᾿ κοβόρ = περιττώματα σκύλλου) Τραπ. 2) Συμβουλεύω, νουθετῶ, καθοδηγῶ, κατηχῶ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. Χαλδ.): Εἶναι φρόνιμα τὰ παιδιά της, κάθε μέρα τὰ δασκαλεύει Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Δασκαλεύgω τογ γούλ-λην dὴν ὥραμ, μ᾿ εὐτὸς ᾿ὲμ bαίρνει χαπάρι Κῶς. Δασκάλεψ᾿ ἀτόνα Οἰν. Τοὺν εἶχι μάρτ᾿ρα κὶ τοὺν δασκάλιψ᾿ ᾿ς τοὺ δρόμου, τὶ θὰ ᾿πῇ Εὔβ. (Ἄκρ.) Καλὰ τὸν ἐδασκάλεψε Χίος. Δασκάλιψι τοὺ πιδὶ νὰ σ᾿ ἀκούῃ Στερελλ. (Ὑπάτ.) Δὲν τοὺν δασκάλιψα ἰγώ, αὐτὸς προυμύθιψι τοὺ πιδὶ (προυμύθιψι = συνεβούλευσε) Μακεδ. (Νάουσ.) Κατὰ ποὺ τὰ καταφέρνει, φαίνεται πὼς τὸν ἔχουνε δασκαλεμένο καὶ ξεσκολισμένο ἄλλοι Κρήτ. (Ἔμπαρ.) Εἶνι δασκαλιμένους οὑ γιˬὸς ἀπ᾿ τοὺν πατέρα κὶ κρέ᾿ ἔτσ᾿ (κρέ = ὁμιλεῖ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Προυξινιˬὰ γίν᾿dαν, dοὺ δάσκαλου θέλουν νὰ δασκαλιφτοῦν, ἂν dοὺ βρίστσ᾿ εὔλουγου Λέσβ. (Μανταμᾶδ.) Τοὺν δασκάλιψα ἰγὼ (τὸν ἐνουθέτησα) Στερελλ. (Ὑπάτ.) Τὸν εἶχε δασκαλέψει ἡ γραῖα (ἐκ παραμυθ.) Ἀθῆν. Γυρ᾿ζι ἀποὺ σπίτ᾿ σὶ σπίτ᾿ δασκαλεύουντας τοὺν κόσμου πο͜ιὸν νὰ ψηφίσ᾿ γιˬὰ πρόιδρου Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Ἐδασκάλευε τὸ μικρό του ἐγγόνι Θ. Κολοκοτρ., Διήγ. συμβάντ., 2, 96 Τὰ δασκαλεύτηκα ἐγὼ αὐτά, τά ᾿μαθα καὶ χόρτασα πιˬὰ Νουμ. 16, 4 || Φρ. Εἶναι δασκαλεμένος (ἔχει νουθετηθῆ) πολλαχ. || Παροιμ. Δάσκαλε ποὺ δασκάλευες καὶ νόμο δὲν ἐκράτεις (ἐπὶ τῶν πραττόντων τὰ ἀντίθετα τῶν ὅσων διὰ τοῦ λόγου ὑποστηρίζουν) Ρόδ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὅστις παθαίνει ἕνα, δασκαλεύει ἑκατὸ (τὸ πάθημα τοῦ ἑνὸς σωφρονίζει πολλοὺς) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 228, 761. Ἄνθρωπος δασκαλεμένος | σπαθὶ ἀκονισμένο (ὁ νουθετημένος ἄνθρωπος ἀποκτᾷ μεγαλυτέραν ἱκανότητα) Κρήτ. Λελεύω, λαλαχεύω, | τὸν Γιˬάννε μ᾿ δασκαλεύω (λελεύω = θαυμάζω, λαλαχεύω = θωπεύω· ἐπὶ γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι διὰ θωπειῶν καὶ κολακειῶν κρατοῦν πιστοὺς τοὺς συζύγους των) Χαλδ. || Γνωμ. Νὰ δασκαλεύῃ ξέρει, μὰ νὰ κάνῃ ἐξέμαθε Κεφαλλ. || ᾌσμ. Ἰψές, προυψὲς ἰπέρασα ᾿πὸ κλέφτικου λημέρι κιˬ ἄκουσα ποὺ δασκάλιβι Τότσκας τὰ παλληκάριˬα Θεσσ. (Πήλ) Μακεδ. (Γρεβεν.) Εἴχασι νιˬοὺς γιˬὰ τ᾿ ἄρματα, γέρους νὰ συμβουλεύγου καὶ γεροντᾶδες κιˬ ἄρχοντες ἄξιˬους νὰ δασκαλεύγου Κρήτ. Μιˬὰ μάννα ἐβοτάνιζε μαζὶ μὲ τὸ παιδί της καὶ ὅλο τὸ δασκάλευε καὶ ὅλο τ᾿ ἀρμηνεύει Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 24. Ἡ σημ. ἤδη Βυζαντ. Βλ. Ἰμπέρ· καὶ Μαργαρ., στ. 343 (ἔκδ. É. Legrand) «πολλὰ τὴν δασκαλέψασιν, πλείσια τζ᾿ ἀναθιβάλαν». Συνών. ἀρμηνεύω προμυθεύω, συμβουλεύω. 3) Διδάσκω ἀνάρμοστα, προτρέπω πρὸς τὸ κακὸν κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ. Καστάν.): Ἐδασκάλεψές ᾿το ᾿ς τὴν ψευτιˬὰ Μεγίστ. Κ᾿ ἡ ἀλεποῦ τὰ δασκαλεύει τὰ παιδιˬά της Κεφαλλ. Ἡ ἀλεποῦ εἶχε μαζί καὶ τὸ ἀλεπουδάκι της καὶ τὸ δασκάλευε Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Τοὺν δασκάλιψαν γιˬὰ νὰ κάμ᾿ αὐτὴν τ᾿ ζημιˬὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πο͜ιός σὶ δασκαλεύ᾿ γιὰ νὰ κά᾿ς αὐτὲς τὶς bιρbαdουδ᾿λε͜ιὲς δὲν ξέρου (bιρbαdουδ᾿λε͜ιὲς = ἐρωτοδουλειὲς) αὐτόθ. Τ᾿ δασκάλιψι νιˬὰ χαρὰ d᾿ κουπέλα μας, ᾿ναῖκα! (ἐνν. εἰς ἐρωτοδουλειὲς) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἄλλους τοὺν δασκάλιψιν Μακεδ. (Καστορ.) Μὴ δασκαλεύγῃς ἔτσι τὸ παιδί, γιˬατὶ θὰ τὸ χαλάσῃς Σίφν. Ἤρθενε δασκαλεμένος καλὰ Ἄνδρ. Ἂν δὲ δασκαλεύιταν αὐτός, δὲ θὰ ἔκανι τοὺ φόνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Δασκαλεύ᾿κα καλὰ ἀπόψι ἰγώ! (ἔμαθα πράγματα πονηρὰ ποὺ δὲν ἤξερα) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Δασκαλεύιτι πουτὲ τέτο͜ιους ἄνθρουπους; (ἐνν. δὲν κατηχεῖται εἰς τὸ κακὸν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔν᾿ ἔγκου ὰ τσεία σι τσ᾿ ὶ᾿ ἔγι δασκαλέγκα πᾶσα ᾿ργὰ (πάει στὴ θεία του καὶ τὸν δασκαλεύει κάθε βράδυ) Τσακων. Εἶχε δασκαλέψει τὴ γυναῖκα του ν᾿ ἀρχίσῃ νὰ ρίχνῃ χαλάζι τὰ χαλίκιˬα ἐπάνω ᾿ς τὴ σκεπὴ τοῦ σπιτιˬοῦ Α. Παπαδιαμ., Τὰ ρόδιν. ἀκρογιάλ., 60. Πολλοὶ ἀρχιζητιˬᾶνοι τὰ ἔπαιρναν (τὰ σακάτικα παιδιὰ) μ᾿ ἐνοίκιο, τὰ ἐδασκάλευαν ᾿ς τὸ ψυχολόγι κ᾿ ἐγύριζαν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ Α. Καρκαβίτσ., Ζητιᾶν., 73. || Παροιμ. Δασκαλιμέ᾿ νύφ᾿, καλὴ ᾿κουκυρά! (ἐπὶ γυναικὸς ἡ ὁποία δὲν ἦτο σεξουαλικῶς ἄψογος, ἀλλὰ μετὰ τὸν γάμον παριστάνει τὴν ἐνάρετον) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Συνών. ἀπανωβάνω 4, κουρδίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/