γύπακλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γύπακλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γύπακλας ὁ, ἐνιαχ. γύπακλος Κῶς.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦπας καὶ τῆς μεγεθ. καταλ. – άκλας, παρὰ τὴν ὁπ. καὶ -άκλος.
Σημασιολογία
Μεγαλόσωμος γύψ ἔνθ᾿ ἀν.: Παναγία μου, ἕνας γύπακλος! Πόσες εἶναιν οἱ φτεροῦες του! Κῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA