γῦπας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γῦπας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γῦπας ὁ, Κέρκ. (Κασσιόπ. κ.ἀ.) Κύπρ. Ρόδ.-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. γιˬοῦπας Κύθηρ. ἀγιˬοῦπας Αἴγιν. Θεσσ. (Καρδιτσ.) Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κέως Κύθηρ. Μακεδ. (Ὄλυμπ.) Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Τῆν. γιˬούπης Κρήτ. ἀγιˬοῦπος Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.) γούπιˬας Κάρπ. (Ἔλυμπ.) γῦπ-πος Ἡράκλ. δῦπας Ρόδ. ᾿ῦπας Χάλκ. ἀύπης Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) ἀύπαος Ρόδ. ᾿οῦπος Πελοπν. (Αἰγιαλ. Καλάβρυτ.) γυπάος Ρόδ. (Ἀρχάγγελ. κ.ἀ.) ἀυπᾶς Ρόδ. γῦπα ἡ, Κύπρ. Σύμ. ἀγιˬοῦπα Ἄνδρ. (Γαύρ. Κόρθ. κ.ἀ.) Εὔβ. (Κάρυστ.) Κύνθ. κ.ἀ. γῦτσο Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. κ.ἀ.) Γεν. δυπάου Ρόδ. ἀυπάου Ρόδ. (Κρεμαστ.) Πληθ. γιˬούπηδες Κρήτ. ἀύπουες Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.) δυπᾶοι Ρόδ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γῦπας.
Σημασιολογία
1) Ἁρπακτικὰ πτηνὰ τῆς οἰκογ. τῶν Ἱερακιδῶν (Falconidae): (α) Γυπαετὸς ὁ πωγωνοφόρος (Gypaëtus barbatus aureus) καὶ (β) Γύψ ὁ πυρρόχρους (Vultus fulvius) ἔνθ᾿ ἀν.: Μιˬὰ ἀλουποῦ τ᾿ ἕνας γῦπας, μιˬὰβ βολὰν τ᾿ ἕναν ταιρόν, ἐκουμπαρέψαν (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Εἶδα μιˬὰ ἀγιˬοῦπα Ἄνδρ. (Γαύρ.) Εἶδες ἕναν ἀύπη; μάννα μου, μιάλος πού ᾿ναι! Κῶς. Σὰν ᾿οῦπος στέκεσαι Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Σὰν ἀγιˬοῦπα ἤπεσεν ἀπάνω του Ἄνδρ. Συνών. βιτσίλα, κλάρα, ὀξυˬά, ὄρνιˬο, πούλλακας, ποῦλλος, σκανιˬάς, σκανίτης. γ) Τὸ ἁρπακτικὸν πτηνὸν Τριόρχις ὁ κοινὸς (Buteo buteo) Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. κ.ἀ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κέρκ. (Κασσιόπ.) Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ.) Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.): Ἐκεῖ ὁποὺ ᾿βοσκε τὸ ᾿ρνίθι, ἕνας ἀγιˬοῦπος ἔδωκε μυτιˬὰ κάτου καὶ τό ᾿πιˬασε Κουβαλᾶτ. Ὁ ἀύπης ἤφαεμ μας μνιˬὰμ πούλ-λαν (= ὄρνιθα) Καρδάμ. Κατέβην ὁ ἀύπης καὶ πῆρεμ μας μνιˬὰμ πούλ-λα Πυλ. Ὁ γῦτσο τρῶει τέπποῦḍ-ḍε (ὁ γῦπας τρώει τὶς ὄρνιθες) Μπόβ. || Φρ. Σάν τὸν ἀὐπηγ κατεβαίνει (ἐπὶ ἀτόμου ὁρμῶντος μὲ κακὰς διαθέσεις) Πυλ. || Παροιμ. Ἔν-νο͜ιωσεν ὁ δῦπας τὸ ψοφίμι (ἐπὶ τῶν καραδοκούντων τὴν δυστυχίαν τῶν ἄλλων διὰ νὰ διαρπάσουν τὴν περιουσίαν αὐτῶν) Ρόδ. Ἐνεμίσανε οἱ γιˬούπηδες τὸ ψόφιˬο (ἐνεμίσανε= ὠσμίσθησαν· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. 2) Μεταφ., ὁ ἅρπαξ Ἄνδρ. Κεφαλλ. (Κουβαλᾶτ. κ.ἀ.) Ρόδ.: Μηὲ ἕναν gουτὶν ᾿ὲν ἐφῆκαν οἱ γυπᾶοι ᾿ς τὸ τεπ-πούλ-λι (= κηπούλι) Ρόδ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γῦπας Ἀθῆν. Πελοπν. (Ξυλοκ.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬούπης Πελοπν. (Γαργαλ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾿Σ τοῦ Γῦπα Κρήτ. Ἀγιˬοῦπες Κύνθ. Τ᾿ Ἀυπάου ἡ Κούσπα (= κοιλότης) Ρόδ. Γιˬούπ᾿ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τοῦ Γυπᾶ ἡ Ρίζα Κάρπ. Ὁ Κάβος τσῆ Ἀγυˬούπας Ἴος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA