δασκαλικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
δασκαλικὰ ἐπίρρ. ἐνιαχ. - Λεξ. Βάιγ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δασκαλικός. Ἡ λ. ἤδη εἰς Βλάχ., ἀλλὰ καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 2233 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «μὲ μαστοριὰ περνοῦσαν | δασκαλικὰ πορεύγουντα».
Σημασιολογία
Τεχνικῶς, ἐπιδεξίως ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. εἰς λ. δασκαλήσιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA