γλυκοκαρδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκαρδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοκαρδίζω Γ. Ψυχάρ., Ζωὴ κι ἀγάπ., 145.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκόκαρδος.

Σημασιολογία

Μεταβ. καὶ ἀμτβ., εὐχαριστῶ τινα διὰ τῆς συμπεριφορᾶς μου ἢ τέρπομαι, εὐχαριστοῦμαι: Τόσο τοῦ ἔφτανε γιˬὰ νὰ γλυκοκαρδίσῃ ᾿ς τὸ δρόμο τὸν κουραστικό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/