δασκαλικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δασκαλικὸς ἐπίθ. πολλαχ. δσκαλικὸς Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. κ.ἀ.) δεσκαλικὸς Πόντ. (Χαλδ.) δασκάλικος Γ. Ψυχάρ., Ταξίδ.3, 251 Ι. Δραγούμ., Ὅσοι ζωντ.2, 155 - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. δασκα᾿κὸς Ἤπ. (Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. διδασκαλικός. Ὁ τύπ. δασκαλικὸς καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. Ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδάσκαλον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) : Τὰ δσκαλικὰ τὰ δουλείας (αἱ ἐργασίαι τοῦ διδασκάλου) Τραπ. Δασκαλ᾿κὸ γράψ᾿μου κὶ δὲ θανά ᾿νι καλό; Ἤπ. (Κουκούλ.) Ξεροκεφαλιˬὰ δασκαλικὴ χαρακτηρίζει τὴν ἐπιμονή μας καὶ τὴν προσήλωσή μας ᾿ς τὸ παλιˬὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα Σ. Ραμᾶ, Τὰ παλιὰ καὶ τὰ καινούργ., 151. Μὲ … παπαγαλισμὸ ξερῶν καὶ κούφιˬων πατριωτικῶν λόγων καὶ σαχλοτραγουδιῶν δασκάλικων Ι. Δραγούμ., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾎσμ. Σοφίτσα μου, πουλλίτσα μου, | μικρέσσα δσκαλίτσα μ᾿, τὰ γράμματά σ᾿ δσκαλικά, | τὰ λόγιˬα σ᾿ εἶν᾿ τεχέλ᾿κα (τεχέλ᾿κα = ἀπερίσκεπτα, παιδικὰ) Σταυρ. Β) Οὐσ. κατ᾿ οὐδ. γένος. 1) Ὁ διδάσκαλος εἰρων. Κρήτ. β) Ὁ μαθητὴς Κρήτ. γ) Ὁ μικρὸς βοηθὸς ψάλτου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ.: ᾌσμ. Ἰννιˬὰ ᾿κκλησιˬὲς ἀσήμαναν, τὰ μοναστήριˬα ψάλλουν κὶ τὰ μικρὰ δασκαλικὰ λέγουν τὸ Κύριˬε ᾿λέησον Ἀδριανούπ. Παππᾶς τὴν εἶδε κ᾿ ἔσφαλε, διˬάκος κ᾿ ἐπαραπῆρε καὶ τὰ μικρὰ δασκαλικὰ τὸ Κύριˬε ᾿λέησο σφάλα Κρήτ. 2) Κατὰ πληθ., α) ἡ ὑπὸ τῶν διδασκάλων διδασκομένη γλῶσσα, ἡ σχολαστικὴ καθαρεύουσα Ι. Ψυχάρ. ἔνθ᾿ ἀν.: Κἄπου κἄπου-μέσα σὲ χίλιˬους ἀνθρώπους βρίσκεις μισὸ ἄνθρωπο ποὺ σιχάθηκε τὰ δασκάλικα καὶ διψᾷ ν᾿ ἀκούσῃ γλῶσσα δική του, β) ἡ ἀμοιβὴ τοῦ διδασκάλου Ἤπ. (Χιμάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/