γλυκόκαρπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόκαρπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκόκαρπος ἐπίθ. Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 56.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. καρπός.
Σημασιολογία
Ὁ παράγων γλυκύν καρπόν.: Ποίημ. Ὅ,τι μυριˬόπλουμο λουλούδι ἐζοῦσε μέσ᾿ ᾿ς τὴν ἀγκάλη μου τὴ μυρωμένη, ὅ,τι γλυκόκαρπο δεντρί μου ἀνθοῦσε ξερὸ καὶ ἔρημο τώρα μοῦ μένει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA