γλυκοκελάηδημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκελάηδημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκοκελάηδημα τό, λόγ. σύνηθ. γλυκοκελάδημα Λεξ. ΙΙρω. Δημητρ. γλυκοκελάηδισμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γλυκοκιλάδισμα Λεξ. Βάιγ. γλυκοκιλάηδισμα Ζάκ. γλυκοτσελάηδισμα Πελοπν. (Ξεχώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοκελαηˬδῶ. Ὁ τύπ. γλυκοκιλάδισμα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ἐπὶ πτηνῶν, τὸ γλυκύ, εὐχάριστον κελάδημα ἔνθ᾿ ἀν. β) Μεταφ., λόγος εὔηχος λόγ. ἐνιαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA