γλυκοκελαηˬδοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκελαηˬδοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκοκελαηˬδοῦσα ἡ, Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωή2, 97 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκοκελαδοῦσα Ἤπ.- Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκοκιλαδοῦσα Ἤπ. γλυκοτελαοῦσα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλυκοκελαηˬδῶ. Ὁ τύπ. γλυκοκιλαδοῦσα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ ἡδύφωνος, ἐπὶ τῶν πτηνῶν Σομ.: Γλυκοκιλαδοῦσα καρδερίνα ἔνθ᾿ ἀν. β) Μεταφ., ἡ ἡδέως ᾄδουσα, ἐπὶ γυναικῶν Ἤπ. Κύπρ. Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. Ζωὴ2, 97 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾌσμ. Εἶχε μιˬὰ κόρη ὀμορφονιˬὰ καὶ γλυκοκελαδοῦσα Λεξ. Δημητρ. Τ᾿ζ ἐπιˬάστην ἡ φωνούλ-λα μου ἡ γλυκοτελαοῦσα Κύπρ. || Ποίημ. Τοῦ Δωδεκάνησου ἀφροστέφανες, μιλούσατε μὲ τὴν καθάριˬα σας φωνὴ τὴ γλυκοκελαηˬδοῦσα Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν Συνών. γλυκολαλοῦσα. γ) Ὁ ἀναδίδων γλυκεῖς, εὐαρέστους τόνους, ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA