γλυκοκελαηˬδῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκελαηˬδῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοκελαηˬδῶ πολλαχ. γλυκοκελαδῶ Θήρ. Ρόδ. Φολεγ. Χίος – Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γλυκοκεαδῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γλυκοκελαδάω Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκοκελαηˬδῶ Πάρ. (Λεῦκ.) γλυκοκελαηˬδῶ Ζάκ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Πιλάλ.)- Α. Λασκαρᾶτ., Ποίημ., 203- Λεξ. Δημητρ. γλυκουκελαηˬδῶ Θάσ. γλυκοκιλαδῶ Λεξ. Βάιγ. γλυκοκελαηˬδάω Κ. Παλαμ., Γράμματ. Ι, σ. 123 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. κ.ἀ. γλυκοκιλαηˬδάω Λεξ. Δημητρ. κ.ἀ. γλυκουκιλαηˬδάου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γλυκοτσελαηˬδάω Πελοπν. (Ξεχώρ.) γλυκουτσιλαδῶ Χίος γλυκοτσιλαλῶ Μεγίστ. γλυκοκελαδίζω Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κελαηδῶ. Ὁ τύπ. γλυκοκιλαδῶ καὶ εἰς Σομ., ὁ δὲ γλυκοκιλαηˬδῶ καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 1211, Β 541, Ε 779 καὶ 844 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδίδ.): «εἶναι πολλῶ λογιˬῶ πουλλιˬά, ποὺ γλυκοκελαηδοῦσι» Ἐρωτόκρ. Α 1211.

Σημασιολογία

ᾌδω, κελαηδῶ μὲ φωνὴν γλυκεῖαν, κατὰ τρόπον γλυκύν, εὐχάριστον, συνήθως ἐπὶ πτηνῶν πολλαχ.: ᾌσμ. Δέντρα μου, μὴν ἀνθίσετε, κάμποι, μὴ λουλουδίστε, καὶ σεῖς, πουλλιˬὰ τῆς ἄνοιξης, μὴ γλυκοκιλαηˬδήσ᾿τε Πελοπν. (Λακων.) Τὰ βλέπω ᾿γὼ τὰ μάτιˬα σου πὼς εἶναι μενεξέδες, γιˬὰ σένα γλυκοκιλαηˬδοῦν τ᾿ ἀηδόνιˬα ᾿ς τοὺς μπαξέδες Πελοπν. (Πιλάλ.) Ἐλᾶτι πιˬάστε τοὺ χουρὸ ὅλα τὰ κοριτσάκιˬα, νὰ γλυκοκιλαηˬδήσιτι σὰν τὰ χελιδονάκιˬα Θρᾴκ. Σήμερις ὅλα τὰ πουλλιˬὰ ἂς γλυκοκελαδοῦσι κιˬ ἂς λέν᾿ τὰ καλορρίζικα, ὥσπου νὰ βαρεθοῦσι Θὴρ. Ὅdο σ᾿ ἐγέννα ἡ μάννα σου, ὅλα τὰ δέdρη ἀθοῦσαν καὶ τὰ πουλλάκιˬα ᾿ς τσὶ φωλιˬὲς ἐγλυκοκελαηˬδοῦσαν Κρὴτ. Ὁ Μάης κάνει τὴν ἀρχὴ κιˬ ὅλα τὰ δέdρα ἀνθοῦνε καὶ τὰ πουλλάκιˬα ᾿ς τὸ κλαδὶ ποὺ γλυκοκελαηˬδοῦνε Κύθν. Ἀτέdι τό ᾿χου τὰ bουλλιˬὰ νὰ γλυκοκεαδοῦσι κιˬ ἀτέdι τό ᾿χου g᾿ οἱ ὀχτροὶ τὸ δέλοιπο νὰ ᾿ποῦσι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀγαπημένα δυˬὸ πουλλιˬὰ σὰ γλυκοκελαηˬδοῦνε, γιὰ δὲς καηˬμὸς ποὺ εἶν᾿ αὐτὸς σὰν ἀποχωριστοῦνε Πάρ. (Λεῦκ.) Καὶ γροικῶ τὴν πέρτικάν μου | κ᾿ ἐγλυκοκελάδιζέ μου Ρόδ. Καναρίνι κίτρινο, | μ᾿ ἔφερες σὲ κίνδυνο τὸ πρωὶ ποὺ μὲ ξυπνᾷς, | ὅταν γλυκοκελαδᾷς Φολέγ. Τριανταφυλλένιˬα μάγουλα καὶ μάτιˬα μενεξέδες γιˬὰ σένα γλυκοκελαηˬδοῦν τ᾿ ἀηˬδόνιˬα ᾿ς τοὺς μπαξέδες Ψαρ. || Ποιήμ.: Νὰ γενόμουνα πουλλάκι, | νά ᾿ρχωμαι πουρνὸ-πουρνὸ σὲ τριανταφυλλιˬᾶς κλαράκι, | νὰ σοῦ γλυκοκιλαηˬδῶ Α. -Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἔρμα πουλιˬά, τί ᾿πάθατε, ποῦ γλυκοκελαηˬδεῖτε Σ. Περεσιάδ., Σκλάβ., 81. Ἄ! ἔλα χαηˬδεμένη μου, ᾿ς τὸ ἴσιˬο μονοπάτι, ὅπου ᾿ς τοῦ πεύκου τὸ κλαδὶ πουλλιˬὰ χοροπηδοῦνε κιˬ ὅλο προσμένουν τὴ βροχὴ καὶ γλυκοκελαηˬδοῦνε Ι. Πολέμ., Χειμώνανθ., 199. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Β 541 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδίδ.): «κι ὡσὰν πουλλάκι ὁντὲ βραχῇ καὶ χαμοκουκουβίσῃ... | κάτση ζιμιˬὸ ᾿ς ψηλὸ δεντρὸ καὶ γλυκοκιλαηδήσῃ». β) Μεταφ., ὁμιλῶ, ἐκφράζομαι μετὰ γλυκύτητος, ἐπιχαρίτως ἐνιαχ.: Ποὺ ξεσπάει κάτι ἀπὸ τὸ σκληρὸ περιγέλασμα τοῦ Ἀριστοφάνη ποὺ γλυκοκελαηˬδάει, κάτι τι ποὺ δὲν ξέρω, γιˬατὶ μοῦ θυμίζει τ᾿ «ὄνειρο τῆς καλοκαιρινῆς νυχτιˬᾶς» τοῦ Σαίξπηρ Κ. Παλαμ., Γράμματ., 1.123. Ὅλα τὰ χάδιˬα τῆς μουσικῆς ποὺ παίζει καὶ γλυκοκελαηˬδᾷ ᾿ς τ᾿ ἀφτιˬά του Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 225. γ) Ἐπὶ ρέοντος ὕδατος, κελαρίζω, ρέω ἠρέμως Λεξ. Δημητρ: Γλυκοκελάδαγε τὸ νερὸ ᾿ς τοῦ μύλου τὸν αὔλακα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/