γυραπογύριση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυραπογύριση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυραπογύριση ἡ, ἐνιαχ. ᾿υραποΰριση Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυραπογυρίζω.
Σημασιολογία
Ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναστρέφειν ἀντικείμενόν τι, ἡ ἀναστροφὴ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἤκαμές τωνε δὰ τῶ ρουχῶ ᾿υραποΰριση ἢ δὲ dῶν ἤκαμες; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. ἀνακατωγύρισμα 1, ἀνακολωμὸς 1, ἀνακύλιση 1, (βλ. εἰς λ. ἀνακύλισι), ἀνακύλισμα 1, γυραπογύρισμα, γυραπογυρισμός, γύρισμα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA