γυραπογύρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυραπογύρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυραπογύρισμα τό, ἐνιαχ. ᾿υραποΰρισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γυραπογυρίζω.
Σημασιολογία
Γυραπογύριση, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ ᾿υραποΰρισμά ᾿ναι ὅτι νὰ ᾿υρίζῃς τίοτ᾿ ἀποὺ τὴ μιˬὰ κιˬ ἀποὺ τὴν ἄλλη ᾿ιˬὰ νὰ στεγνώξῃ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA