γυρατζῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρατζῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρατζῆς ὁ, Ἰων. (Μπουρνόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ατζῆς.
Σημασιολογία
Ὁ πλανόδιος μικροέμπορος, ὁ πωλῶν κυρίως ψιλικὰ καὶ ὑφάσματα περιερχόμενος τὰ χωρία καὶ τὰς συνοικίας τῶν πόλεων. Συνών. γυρολόγος 1, μεταπράτης, πραματσούλης, ψιλικατζῆς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA