ἀπιδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπιδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπιδάκι τό, κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπίδι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

Τὸ μικρὸν ἄπιον. Συνών. ἀπιδέλλι, *ἀπιδόπουλλον, ἀχλαδάκι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀπ-πιδάκιν καὶ ὡς τοπων. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/