δασκαλοποιητὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλοποιητὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δασκαλοποιητὴς ὁ, ἐνιαχ. δασκαλοποιγητὴς Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάσκαλος καὶ ποιητής.

Σημασιολογία

Ποιητὴς λόγιος ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Συνήθεια ἦτον ἐξ ἀρχῆς ᾿ς ἐμᾶς εἰς τοὺς γραφιˬᾶδες ὅσοι ἔτυχαν ἀληθεῖς δασκαλοποιγητᾶδες. Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/