ἀπίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπίδι τό, κοιν. ἀπίδ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀμπίδι Πελοπν. (Κορινθ. Φεν.) –ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 167 ἀbίδι Κέως ἀπίdι Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπί Καππ. (Σεμέντρ.) Κάρπ. ἀπ-πίδιν Κύπρ. ἀπ-πίιν Κύπρ. Τῆλ. ἀπ-πίδι Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Μεγίστ. Ρόδ. (Βάτ.) Σέριφ. Σίφν. Χίος (Ἅγιος Γεώργ. Πυργ.) ἀπ-πίdι Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπ-πίι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ἀπ-πί Ρόδ. ἀπφίδι Σίφν. ἀπίρ' Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) ἀπίτ’ Καππ. (Φερτάκ.) ἀπίθ’ Καππ. (Μαλακοπ. Μισθ.) ἀπίχ’ Καππ. (Μισθ.) ἀbίχ’ Καππ. (Ἀξ.) ’πίδι Καππ. (Φάρασ.) ’πίδ’ Ἤπ. Σάμ. (καὶ ἀπίδ’).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπίδιον.

Σημασιολογία

1) Ἀπίδιον κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μαλακοπ. Μισθ. Σεμέντρ. Φάρασ. Φερτάκ.) Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Γλυκὸ-ζουμερὸ-νόστιμο-ξινὸ-σάπιˬο-ὥριμο ἀπίδι κοιν. Ἀπίδιˬα τοῦ Γιάνν’κου (εἶδος ἀπιδίων μεγάλων χρώματος λευκοῦ καὶ ροδίνου) Κέρκ. Ἀπίδιˬα καμπάνις (σχήματος καμπάνας) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Φρ. Ὥσπου νὰ εἰπῇς ἀπίδι (τάχιστα) ἀγν. τόπ. || Παροιμ. φρ. Πόσα ἀπίδιˬα βάνει-παίρνει-πιˬάνει-χωρεῖ ὁ σάκκος (τῆς φρ. προηγεῖται: θὰ ἰδοῦμε ἢ θὰ σοῦ δείξω-θὰ σοῦ εἰπῶ ἐγὼ ἢ δοκίμασε κττ. Ἐπὶ ἀπειλῆς ἢ πρὸς ἐκφοβισμὸν καὶ ἀποτροπὴν ἀπὸ κακῆς τινος πράξεως) σύνηθ. Ἄν τὸ βρῇς πόσ᾽ ἀπίδιˬα ἔχει ὁ σάκκος ! (ἐπὶ ζητήματος περὶ τοῦ ὁποίου εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ τις σαφῆ γνώμην ἣ πρόβλεψιν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Παροιμ. Τ᾿ ἀπίδι πίσω ἔχει τὴν οὐρὰ (ἐπὶ πράγματος τοῦ ὁποίου τὸ τέλος θὰ εἶναι δυσάρεστον) σύνηθ. Φάι ἀπίδιˬα, μέτρα τοὶς νουρές τους (ἐπὶ ματαιοπονοῦντος) Πελοπν. Ἀπ’ τὰ φαγωμένα ἀπίδιˬα κάτσε μέτρα τοις οὐρές τους (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἀθῆν. Τὸ καλὸ ἀπίδι τὸ τρώνε τὰ γουρούνιˬα (ἐπὶ τῶν ἀτυχούντων ἰδίᾳ ἐν τῷ γάμῳ καὶ ἐπὶ τῶν ἀντιστοίχως ἀπολαυόντων ἀγαθὰ καίτοι ἀναξίων) πολλαχ. Τὸ καλὸν τ᾽ ἀπίδ’ ἄρκον τρώει ἀτο (συνών. τῇ προηγουμένῃ. ἄρκον=ἄρκτος) Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Τὸ βασιλικὸ τ’ ἀπίδι | τὴ dιμὴν ὁπ᾿ ἔχει δίδει (ἐπὶ τῶν χρησίμων ἀναλόγως τῆς ἀξίας των) Κρήτ. Φάι ἀμπίδι ἀκαθέρ’το καὶ μῆλο καθερ’μένο ΜΛελέκ. ἔνθ᾽ ἀν. β) Μεταφ. τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον πολλαχ. 2) Τὸ δένδρον ἀπιδέα Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐφύτεψα ἕνα ἀπίδ' Ὄφ. Ἐξῆβ’ ἀπάν' ς’ σ᾿ ἀπίδ’ (ἀνέβηκα ἀπάνω ’ς τὴν ἀπιδεˬὰ) Τραπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπία. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀπίδια καὶ ὡς παρων. τῶν Ἀνατολιτῶν Κωνπλ., ὡς τοπων. δὲ ὑπὸ τοὺς τύπ Ἀπίδι Κρήτ. (Σητ.) Ἀπ-πίιν Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/