δάσκαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δάσκαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δάσκαλος ὁ, κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ποτάμ. Σινασσ. Τελμ. Φλογ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Οἰν.) δάσκαλους κοιν. βορ. ἰδιωμ. καὶ Καππ. (Μαλακ.) dάσκαλος Καππ. (Σεμέντρ. Φερτ.) δάσκαους Θρᾴκ. (Καλλίπ.) δάσκαουος Νάξ. (Βοθρ.) δάσκολος Καππ. (Φάρασ.) διˬάσκαλος Καππ. (Σίλατ. Σίλ. Φάρασ. Φερτ.) Πόντ. (Οἰν.) διˬάσκαλο Κορσ. διˬάσκαλους Καππ. (Μαλακ.) dιˬάσκαλος Καππ. (Ἀξ.) δσκαλος Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) δέσκαλος Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.) δάσκαλον ὁ, Πόντ. (Κερασ.) δσκαλον Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) δσκαλο Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) δάσκαλε ὁ, Τσάκων. (Χαβουτσ.) διˬάσκαλε Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.) γάσκαλος Κύπρ. γιˬάσκαλος Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Φερτ.) γιˬάσκαους Σαμοθρ. ᾿άσκαλος Χίος dάσκαλης Καππ. (Οὐλαγ.) γιˬάσκαλης Καππ. (Μισθ.) ράσκαλης Καππ. λάσκαρης Καππ. (Σίλ.) ράσκαρης Καππ. (Σίλ.) Θηλ. δασκάλισσα σύνηθ. δασκά᾿σσα Α. Ρουμελ. (Βοδεν.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) δσκάλισσα Πόντ. (Τραπ.) δεσκάλισσα Πόντ. (Χαλδ.) δασκάισσα Θρᾴκ. (Καλλίπ.) δσκάλ᾿τσα Πόντ. δεσκάλ᾿τζα Πόντ. δασκάλα κοιν. δασκάλαινα Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κύπρ. διˬασκάλινα Καππ. (Σίλατ. Φάρασ.) δασκαλῖνα Βιθυν. (Κατιρ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Παραμυθ. κ.ἀ.) δσκαλῖνα Πόντ. (Ὄφ.) δασκαλέττα Λυκ. (Λιβύσσ.) δεσκάτ᾿σσα Πόντ. δασκὰ Τσακων. διˬασκὰ Τσακων. ἰδασκὰ Τσακων. δασκαλοῦ Κύπρ. Πληθ. δασκαλαῖοι Μακεδ. (Βελβ. Βόιον Σιάτ.) δασκάλοι σύνηθ. δασκά᾿ κοιν. βορ. ἰδιωμ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) διˬασκάλ᾿ Καππ. dιˬασκάλ᾿ Καππ. dάσκαλιˬα Καππ. γιˬάσκαλοζιˬα Καππ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. δάσκαλος, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. διδάσκαλος, δι᾿ ἀνομοίωσιν. Ὁ τύπ. διˬάσκαλος καὶ οἱ ἐκ τούτου προελθόντες τύποι δσκαλος καὶ δέσκαλος ἐκ παρετυμ. πρὸς τὴν πρόθ. διά. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 24(1912), 27 Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν. 1, 148 Ἄνθ. Παπαδόπ., Γραμμ. Ποντ. διαλ., 10 κἑξ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ δ εἰς ρ εἰς τὸν τύπ. ράσκαλης βλ. R. Dawkins Modern Greek in Asia Minor, 595. Ὁ τύπ. λάσκαρης δι᾿ ἀντιμετάθ. τῶν συμφ. λ - ρ. Διὰ τοὺς τύπ. δασκάλα, δασκάλισσα βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ1, 69. καὶ 2, 73. Διὰ τὸν πληθ.: δασκαλαῖοι βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 21, 26 καὶ R. Dawkins, ἔνθ᾿ ἀν., 595. Διὰ τὸν πληθ. γιˬάσκαλοζιˬα βλ. R. Dawkins, ἔνθ᾿ ἀν. 104.

Σημασιολογία

1) Ὁ διδάσκων εἰς σχολεῖον καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ὁ δημοδιδάσκαλος κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Φάρασ. Σίλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἀρρώστησε ὁ δάσκαλος καὶ γυρίζουν τὰ παιδιˬά ᾿ς τοὺς δρόμους. Τὸ χωριˬὸ μένει χωρὶς δάσκαλο, γιˬατὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ διορίζονται κἀνένας δὲ θέλει νὰ πάῃ. Τὰ παιδιˬὰ πῆγαν ἐκδρομὴ μὲ τοὺς δασκάλους. Ἀποστήθισε τὸ μάθημα νὰ τὸ πῇ τοῦ δασκάλου. Πῆρε δάσκαλο γιˬὰ τὸ παιδί του. Ἔχει δασκάλα ᾿ς τὴν κόρη του. ᾿Σ τὸ χωριˬὸ βρίσκεις τὸ δάσκαλο, τὸν παππᾶ καὶ τὸν ἀστυνόμο κοιν. ᾿Εγὼ δὲν κάνω γιˬὰ δάσκαλος, δὲν ἔχω μεταδοτικὸ Ἀθῆν. Εἶναι καλὸς ὁ δάσκαλος πού ᾿χετε ἐφέτος; Πελοπν. (Τριφυλ.) Κιˬ ἐφέτος ὁ ἴδιˬος δάσκαλος θά ᾿ρθῃ νὰ μᾶς ματαδιˬαβάσῃ Ὀθων. Δὲν ἤξιρα τοὺ μάθ᾿μα κ᾿ ἔπιρνα οὕλου μεδὲν ᾿ποὺ τοὺ δάσκαλου Θεσσ. (Βαθύρρ.) Τὰ παλιˬὰ χρόνιˬα, ὅταν ἤμανι μαθητής, οἱ δασκά᾿ δέρνανι μὶ βέργις ποὺ τ᾿ς πααίναμι ἰμεῖς Στερελλ. (Μοναστηρ.) Τ᾿ς πλερώναμ᾿ τ᾿ς δασκά᾿ παλιˬά, ἦταν πληρωτικοὶ Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ἄμε ᾿ς τὸ καλό, παιδί μου, καὶ ν᾿ ἀφρουκᾶσαι τοῦ δασκάλου (ν᾿ ἀφρουκᾶσαι = ν᾿ ἀκοῦς, νὰ προσέχῃς) Κρήτ. (Ἀβδοῦ) Εἶ ιδιˬες τίλογου εἶνιˬαι ἀφρᾶτα τὰ χέριˬα τοῦ δασκάλου, γιˬὰ νά᾿νιˬαι ἀδούλευτα; Πελοπν. (Λάγ.) Μαζώξανε λελούδια τσαὶ τὰ δώκανε ᾿ς τὴ δασκάλισσά τους Πελοπν. (Ξεχώρ.) Φτάνουν dουν πιˬὸ δὰ γράμματα, δάσκαλους θὰ γίνῃ; Λυκ. (Λιβύσσ.) Πγο͜ιὸς δάσκαλους εἶνι ᾿ς τοὺ χουργιˬό; Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σᾶς ἄλλαξ᾿ οὑ δάσκαλους σήμιρα; Εὔβ.(Ἄκρ.) ᾿Πο᾿σι οὑ δάσκαλους τὰ δασκάλούδιˬα, ὥρα κὶ ᾿μεῖς νὰ πᾶμε σπίτ᾿ (᾿πό᾿σι = ἀπέλυσε) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Πένdι δασκαλαῖοι σκότουσαν οἱ ἀνdάρτις Μακεδ. (Βόιον). Ὁ μικρὸς ἤπ-πεσεμ μὲ τὰ μοῦτρα ᾿ς τὸ δγιˬέβασμαν, τό ᾿ει μεράτσιν νὰ ᾿ίνῃ δάσκαλος Χίος (Πισπιλ.) Δὲν εἴχαμε διˬασκάλα νὰ dοὺς μάθῃ ρωμαίικα Κορσ. Ἐπῆραν ἀτον δάσκαλον Οἰν. Ὁ δσκαλον οὐ μαθίζ᾿ καλὰ τὰ γαρδέλ (ὁ διδάσκαλος δὲν διδάσκει καλὰ τὰ παιδιὰ) Ὄφ. Ὁ δσκαλον ᾿κι ἐμάτσεν καλὰ τὸ παιδί μ᾿ (᾿κι ἐμάτσεν = δὲν ἐδίδαξεν) Τραπ. Τὸ κορίτσι μ᾿ ἔστειλα ᾿ς σὴ δασκάλ᾿τσαν Τραπ. ᾿Πελύτσε σ᾿ τὰ καβγία ὁ δάσκαλε (τὰ ἀπέλυσε τὰ παιδιὰ ὁ δάσκαλος) Τσακων. Ν᾿ ἐπέτσε ἁ ἰδασκὰ νὰ ζάῃ (τοῦ εἶπεν ἡ δασκάλα νὰ πάῃ) Τσακων. Τὸν εἶπαν πὼς ἦταν δασκάλισσα ᾿ς τὸ παρθεναγωγεῖο Ι. Δραγούμ., Μαρτύρ. αἷμ.2, 55. Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς συμμαζεμένοι περνοῦσαν οἱ δασκάλοι Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1926, 464 || Φρ. Κάνει τὸ δάσκαλο (θέλει πάντοτε νὰ φαίνεται ὅτι τὰ γνωρίζει ὅλα) κοιν. Πάει ᾿ς τὸ δάσκαλο (φοιτᾷ εἰς τὸ σχολεῖον) κοιν. Μιλά᾿ τ᾿ς δασκάλας (κόκκινη βαφὴ ρούχων, ἐκ τοῦ χρώματος τῆς μελάνης διορθώσεως τῶν τετραδίων) Μακεδ. (Βόιον). Σὰ δάσκαλους σ᾿λατσάρ᾿ (ὡς ἔχων περισσότερον χρόνον ἐλεύθερον) Λέσβ. Κάθεται δάσκαλος ᾿ς τὸν Ἅε Μιˬεχάλ᾿ (εἶναι διωρισμένος ὡς διδάσκαλος εἰς τὸ χωρίον Ἅγιος Μιχαὴλ) Πόντ. || Παροιμ. φρ. Ἀπὸ τ᾿ ἀφτὶ καί ᾿ς τὸ δάσκαλο (ἐπὶ ἀμέσου τιμωρίας) κοιν. Βρῆκε τὸ δάσκαλό του (εὗρε ἄλλον ἀνώτερόν του, πρὸ τοῦ ὁποίου ἠναγκάσθη νὰ ὑποκύψῃ) κοιν. Συνών. φρ. Βρῆκε τὸ μάστορή του. Κατὰ τὸν δάσκαλο κιˬ ὁ μαθητὴς (ἐπὶ ὁμοιομόρφου συμπεριφορᾶς) σύνηθ. Συνών. φρ. Κατὰ τὸν μαστρο-Γιˬάννη καὶ τὰ κοπέλιˬα του. || Παροιμ. Δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ νόμο δὲν ἐκράτεις (ἐπὶ τῶν μὴ ἐφαρμοζόντων ὅσα αὐτοὶ τοὺς ἄλλους διδάσκουν) κοιν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Μ᾿ ὅπο͜ιο δάσκαλο καθήσῃς, | τέτο͜ια γράμματα θὰ μάθῃς (ἡ συναναστροφὴ ἐπιδρᾷ ἐπὶ τῆς διαμορφώσεως τοῦ χαρακτῆρος τῶν ἀτόμων.) κοιν. Διὰ τὴν σὴμ. πβ. τὸ παρὰ Θεόγν. Α, 35 «ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ᾿ ἐσθλὰ μαθήσεαι. ἢν δὲ κακοῖσιν συμμίσγῃς, ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον») Κ᾿ ἐσὺ κακὴ δασκάλισσα κ᾿ ἐγὼ κακὸ βελόνι (ἐπὶ δυστρόπων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 124, 112. || Γνωμ. Ποιˬός εἶδε πράσιν᾿ ἄλογο καὶ δάσκαλο μέ γνώση; (ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων) Πελοπν. (Ἄργ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τὸ πρῶτο λάθος μάθημα καὶ δάσκαλος γιˬὰ τ᾿ ἄλλα (ἡ πεῖρα ἐκ τοῦ πρώτου σφάλματος πρέπει νὰ μᾶς διδάσκῃ τὴν ἀποφυγὴν ἄλλων σφαλμάτων). Συνών. φρ. Ὁ παθὸς μαθὸς Κρήτ. Τὰ χρόνιˬα εἶναι δάσκαλος (ἡ πεῖρα ἔρχεται μετὰ παρέλευσιν χρόνων) Λάκων. Ὁ πρῶτος δάσκαος τοῦ παιδιοῦ εἶν᾿ ὁ γονιˬὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾿Μπρός ᾿ς τὴν καλὴ μητέρα, τύφλα νά ᾿χουν ἑκατὸ δάσκαλοι Πελοπν. (Γεράκ.) Τί νὰ σοῦ κάμῃ ὁ δάσκαλος, ποὺ ὁ μαθητὴς δὲ θέλει; Ἰόνιοι Νῆσ. Τὰ πρῶτα μπαίγνιˬα τοῦ χωριˬοῦ, ὁ δάσκαλος κιˬ ὁ ψάλτης αὐτόθ. || Αἰνίγμ. Δάσκαλέ μου ἀγαθέ, ᾿ς τὸ δρόμο ἁποὺ πήγαινα, ἕνα θεριˬὸ μ᾿ ἀπάdηξε, εἶχε πέdε κεφαλὲς, τέσσερες ἀναπνοές, χέριˬα πόδιˬα εἴκοσι, ἀνύχιˬα ἑκατὸ (ὁ κηδευόμενος νεκρὸς καὶ οἱ τέσσαρες οἱ φέροντες τὸ φέρετρον) Κρήτ. Ὅλο γύρω κάγκελα καὶ ᾿ς τὴ μέση ἕνας δάσκαλος (ἡ γλῶσσα) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Καρακάξα μακρονούρα, | τοῦ δασκάλου πάει κουλούρα (τὸ πλαστὴρι) Πελοπν. (Κοπαν.) || Ἄσμ. Ἄρχιξε, γλῶσσα μ᾿, ἄρχιξε, μὰ βλέπε νὰ μὴ σφάλῃς, γιατὶ σ᾿ ἐτριγυρίσανε πολλῶ λογιῶ δασκάλοι Κρήτ. Νὰ dόνε δείρῃ ὁ δάσκαλος μὲ μιˬὰ χρυσὴ βεργούλα, νὰ dόνε δείρ᾿ ἡ δασκάλα του μὲ τρία κλωνάριˬα μόσκο Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Ἀποὺ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχουμαι ᾿ς τοῦ δάσκαλου πηγαίνου Λέσβ. Ἕναν κορίτσ᾿ ἀγάπησα, τίνος ἔν᾿ πα ᾿κι ἀξέρω, τὸν δάσκαλον ἐρώτεσα ἕναν χαμπάρ᾿ νὰ παίρω Πόντ. Ἀποὺ δασκάλου ἤρταμι | νὰ σᾶς εὐαγγελίσουμι (ἐκ καλάνδων) Λέσβ. Ἦρταν κ᾿ οἱ κινούρ᾿ δασκά᾿ | κ᾿ ἔπιˬακαν τοὺ ρακουγιˬά᾿ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ἅγιˬε μου Γιˬάννη Πρόδρομε καὶ δάσκαλε τοῦ γιˬοῦ μου (ἐξ ἄσμ. λεγομένου «τὸ μοιρολόι τῆς Παναγίας») Ἄνδρ. Γί᾿καν τώρα κ᾿ οἱ δασκά᾿ | σὰν πουdίκιˬα ᾿ς τοὺ bακά᾿ Ἤπ. (Ἰωάνν. ) Ἡ μάννα πὄχει τὸν -ι- υἱγιˬὸ τὸν μονοκανακάρη τοὺν ἔλουζιν, τοὺν χτένιζιν, ᾿ς τοὺ δάσκαλου τοὺν στέλνει Μακεδ. (Δαμασκ.) Τὸ παιδάκι μου τὸ ροῦσο | θὰ τ᾿ ἀλλάξω, θὰ τὸ λούσω, θὰ τὸ στείλω ᾿ς τὴ δασκάλα, | νὰ εἶν᾿ καλύτερο ἀπὸ τ᾿ ἄλλα (βαυκάλ.) Πελοπν. (Ἦλ.) Μωρὲ μικρό, μικρούτσικο καὶ πολυχαιˬδεμένο, ποὺ σ᾿ ἔλουζε ἡ μάννα σου, ᾿ς τὸ δάσκαλο σὲ στέλνει ποὺ σ᾿ ἔλουζε ἡ μάννα σου, ᾿ς τὸ δάσκαλο σὲ στέλνει Ἤπ. (Κωστάν.) Ἔχω τὸ νοῦ μου δάσκαλο, τὸ χέρι μου μελάνι Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ἐσὺ σὲ δάσκαλο δὲν πᾷς, τὰ λόγιˬα ποῦ τὰ ξέρεις; αὐτόθ. Βρύσες, δανείσ᾿τε με νερό, δασκάλες δυχατέρες Πελοπν. (Δρυάλ.) Δασκάλισσα, δασκάλισσα, σκόλασε τὴν Ἑλένη, γιˬάτ᾿ εἶναι Σαββατόβραδο καὶ ἡ ψυχή μου βγαίνει Πελοπν. (Κόκκινα Λουρ.) || Ποίημ. Δάσκαλος γίνει, ἀλήθε͜ια ἄν ἥρωας εἶσαι Κ. Παλαμ., Καημοὶ λιμνιθάλ., 65. 2) Ὁ καλῶς γνωρίζων τέχνην τινὰ καὶ δυνάμενος νὰ διδάσκῃ ταύτην, ὡς ὁ διδάσκων τὸν χορόν, τὴν μουσικήν, τὸ ράψιμος, τὸ κέντημα, ὁ κουρεύς, ὁ κτίστης, ὁ ξυλουργός καὶ ἐν γένει πᾶς τεχνίτης σύνηθ.: Δάσκαλος τοῦ χοροῦ - τῆς μουσικῆς. Δασκάλα τοῦ πιάνου – τοῦ κεντήματος – τῆς κοπτικῆς – τοῦ ραψίματος σύνηθ. Τοῦτος ἔδ᾿ δάσκαλος τῆς γουλε͜ιᾶς (= τῆς δουλεῖας) Κύπρ. Εἶνι καλὸς αὐτὸς ᾿ς τ᾿ ραφή, γιˬατ᾿ εἶχι καλὸ δάσκαλου (ραφὴ= ράψιμον) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Δασκάλα ᾿ς οὕλα τ᾿ς! ᾿Σ τοὺν ἀργαλε͜ιό, ᾿ς τοὺ ζύμουμα, ᾿ς τοὺ φαΐ, ᾿ς τοὺ γλυκό! αὐτόθ. β) Ὁ ἐπιστήμων, ὁ εὐρυτέρας μορφώσεως ἄνθρωπος, ὡς ὁ ἰατρός, ὁ δικηγόρος, ὁ συμβολαιογράφος, ὁ λογιστής Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μακεδ. 3) Ὁ σύμβουλος, ὁ ὁδηγὸς πρὸς τὸ καλὸν ἢ τὸ κακὸν κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Ἔχει καλὸ δάσκαλο καὶ τὸν δασκαλεύει κοιν. Καλὸ δάσκαλου εἶχις, ἀλλὰ δὲν τοὺν ἄκ᾿σις Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μοῦ ᾿κανε dὴ δασκάλα καὶ μοῦ ᾿λεγε bώς δὲ gάνει νὰ κουβεδιˬάζω τσὶ γειτόνους μου Κρήτ. Εἶνι δάσκαλους ᾿ς τὰ χαρτιˬά, ᾿ς τ᾿ gλιψιˬά, ᾿ς τοὺ χουράφ᾿, ᾿ς τ᾿ς ᾿ναῖκις! Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἔ᾿νι καλὸ δάσκαλου τὰ πιδγιˬά σ᾿, Ν᾿κόλα! (ἐνν. κάποιος μεγαλύτερος ὁ ὁποῖος τὰ συμβουλεύει εἰς τὸ κακὸν) αὐτόθ. Ἔχουμι κὶ δασκάλις ᾿ς τοὺ χουργιˬό μας τώρα! (δηλ. γυναῖκας ποὺ μὲ λόγια παρασύρουν εἰς ἀκολασίαν τὰ κορίτσια) αὐτόθ. ᾿Σ ἀβοῦτο τὴν δουλείαν κἄτίναν δέσκαλον ἔχει Τραπ. || Φρ. Κιˬ αὐτὸς δάσκαλος μοῦ ᾿ κόπηκε (θέλει νὰ μὲ συμβουλεύσῃ) Πόντ. || Γνωμ. Ἡ πεῖνα εἶναι κακὸς δάσκαλος Πελοπν. (Μελιγαλ.) Συνών. δασκαλευτής. 4) Μεταφ., ὁ σχολαστικός, ὁ παραβλέπων τὴν οὐσίαν καὶ ἀσχολούμενους μὲ ἀσημάντους λεπτομερείας σύνηθ.: Σὰ δάσκαλος κάνει. Εἶναι ντίπ δάσκαλος σύνηθ. Μὴν εἴμαστε καὶ τόσο δάσκαλοι, δὲ μᾶς παίρνει ἡ ὥρα Ἀθῆν. Μπίτι δάσκαλος! Σῦρ. Καηˬμένε, ᾿λότυπα δάσκαλους εἶσι! (ὁλότυπα = ὁλοτελῶς) Λέσβ. || Φρ. Ἔχει μυˬαλὸ σὰ δάσκαλος Ἰόνιοι νῆσ. || Γνωμ. Ὅπο͜ιονε καὶ νὰ ρωτήσῃς, θὰ σοῦ πῇ, μὰ ὁ δάσκαλος τί ξέρει; αὐτόθ. Ἂν τόνε βγάλῃς ἀπὸ τὶς φυλλάδες του τὸ δάσκαλο, ἕνα χαιˬβάνι μένει (χαιβάνι = ζῷον) αὐτόθ. Ἕναχ Κύπρ. Ἂν δὲν ὑπῆρχε δάσκαλος, οὐδέβ βλακίστερον ἰατροῦ αὐτόθ. Ὁ νοῦς τοῦ δασκάλου πάσ᾿ ᾿ς τὴγ καθέδραν ξερανίσκει αὐτόθ. 5) Ὁ ἱερεύς, ὡς τελῶν παλαιότερον χρέη διδασκάλου Ἀμοργ. Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτ.) Κεφαλλ. Κύπρ. Λέσβ. Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Χίος – Λεξ. Βλαστ. 273: Καλὴ μέρα, δάσκαλε, μετάνοια (χαιρετισμὸς πρὸς ἱερέα) Χίος. Δάσκαλι, ν᾿ ἀνοίξουμι τ᾿ μουροῦ μ᾿ τοὺ μνημόρ᾿ Λέσβ. Σ᾿κουθῆτι, πιρνάει ἡ δασκάλους! Καβακλ. Δσκαλε, ἔλα μ᾿ ἐφτάς με ἀδικίαν (μ᾿ ἐφτάς με = μὴ μοῦ κάμῃς) Τραπ. Παππᾶ, γάσκαλε, παππᾶ! – Εἶνdα χέλεις, γιˬέ μου; (ἐκ παραμυθ.) Κυπρ. Ἀήα ταὶ κἀνένα ψαλμόδ, δάσκαλε! (ἀήα= πήδησε, δηλ. παράλειψε) αὐτόθ. Πβ. Μαχαιρ. 1,572: (ἔκδ. R. Dawkins) «ἐποῖκαν μεγάλην δυναστείαν καὶ παραβουλίαν νὰ σκοτώσουν… τὸν δάσκαλόν σου, τὸν λειτουργὸν τοῦ θεοῦ». || ᾎσμ. Σώπα, σώπα, δάσκαλέ μου, μὴν τ᾿ ἀκούσῃ ἡ γειτονιˬὰ καὶ τὸ ᾿ποῦνε τοῦ Δεσπότη καὶ σοῦ κόψῃ τὰ μαλλιˬὰ Ἀμόργ. β) Ὁ ἱεροκήτυξ Λέσβ. γ) Ὁ ἱεροψάλτης Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ.) Κρήτ. (Νεάπ.): Ψηλὰ πῆρε τὸν ἦχο ὁ δάσκαλος κ᾿ ἐκακάρισε Νεάπ. 6) Ὁ γηραιὸς βοῦς Λέσβ. 7) Θηλ., ἡ σύζυγος τοῦ διδασκάλου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Τσακων.: Ὕστιρ᾿ ἀπού ν᾿ ἰκκλησιˬὰ μᾶς πῆρι ἡ δασκαλῖνα ἰπίσκιψ᾿ ᾿ς τοὺ σπίτι τ᾿ς Ἤπ. (Κουκούλ.) Τί φτε͜ιά᾿ς, κυρὰ δασκαλῖνα; Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἐπαdρεύτη τὸ δάσκαλο κ᾿ εἶναι τώρα κυρὰ δασκάλα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τσαι τὰ γυναῖκα τοῦ δασκάου δασκὰ ᾿ ἔμ᾿ ᾿αοῦντε τσαὶ τὰν ἄβα δασκὰ ᾿ ἔμ᾿ ᾿αοῦντε (καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ διδασκάλου δασκάλαν τὴν λέγομεν καὶ τὴν ἄλλην, τὴν πραγματικήν, δασκάλαν την λέγομεν) Τσακων. β) Ἡ μήτηρ τοῦ διδασκάλου ἐκ φιλοφρονήσεως Πόντ. γ) Ἡ ἀμνὰς Πελοπν. (Μανιάκ.) δ) Ἡ γηραιὰ προβατῖνα Κῶς: Πῆρα λ-λίον gριάς, μ-μ᾿ εἴναι δασκάλα τσ᾿ ἔθ᾿ θὰ μαερεύdζεται. Ἐσφάξαμ μιˬὰδ δασκάλα. 8) Κατὰ πληθ., οἱ δασκάλες, παιδιὰ παιζομένη ὑπὸ μικρῶν κορασίδων, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία παριστάνει τὴν διδασκάλισσαν αἱ δὲ ἄλλαι τὰς μαθητρίας Κύπρ. Ἡ λ. ὡς ἐπών. πολλαχ. καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. Δασκάλου Κάσ. Ὡς α΄ συνθετ. ἐπωνύμων, οἷα τὰ Δασκαλογιˬάννης, Δασκαλογιˬώργης, Δασκαλομανόλης κ.ἅ.ὅ. Κρήτ. Ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾿Σ τοῦ Δασκάλου Ἀμοργ. Πελοπν. (Λαγκάδ.), Τοῦ Δασκάλου ἡ Φυτε͜ιὰ Πελοπν. (Ἄρν. Ζελίν). ᾿Σ Δάσκαλου τοὺ Νιρὸ Μακεδ. (Ἐμμ. Παππ.), Γράβα τοῦ Δάσκαλου Ἤπ. (Φιλιάτ.) ᾿Σ τ᾿ν Πέτρα τ᾿ Δασκάλ᾿ Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Ὁ Ἀγρὸς τῆς Δασκάλας Πάρ. (Λεῦκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/