γυρεματιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρεματιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρεματιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γυρεμαθιˬὰ Κρήτ. (Ἀμάρ. Νεάπ.) γυρεματὲ Κρήτ. (Μαλάκ. Ρέθυμν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύρεμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ιˬά.

Σημασιολογία

Ἡ ἀναζήτησις, ἡ ἀνερεύνησις ἔνθ᾿ ἀν.: Μὲ μιˬὰ γυρεματὲ ηὗρα ἕνα καλάθι χοχλιˬοὺς Κρήτ. (Μαλάκ.) Καλὴ γυρεματὲ θέλουνε οἱ ὀμανίτες γιˬὰ νὰ τσὶ βρῇς (ὀμανίτες= μανιτάρια) αὐτόθ. || Παροιμ. Καλλιˬά ᾿ναι μιˬὰ ρωτηματὲ παρὰ μιˬὰ γυρεματὲ (καλύτερα νὰ ἐρωτᾷς παρὰ νὰ ἀναζητῇς ἀσκόπως) αὐτόθ. Συνών. γύρεμα 1, γύρεψη 2, ζήτηση, ψάξιμο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/