γυρευὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρευὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρευὸς ὁ, Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)-Λεξ. Ἠπίτ. γυρευὸν Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ᾿υρευὸν Πόντ. (Ἀντρεάντ.) γυρευὴ ἡ, Πόντ. (Τραπ.) γυρευοῦ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ᾿υρευοῦ Πόντ. (Ἀντρεάντ.) γυρευέσσα Πόντ. (Ἀμισ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γυρεύων, μετοχ. τοῦ ρ. γυρεύω. Διὰ τὸν μετασχηματισμὸν κατὰ τὰ δευτερόκλιτα καὶ τὴν μετακίνησιν τοῦ τόνου βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 120.
Σημασιολογία
Ὁ ἐπαίτης ἔνθ᾿ ἀν.: Δὸς ψωμὶν ᾿ς σὸν γυρευὸν Πόντ. (Νικόπ.) Ἅμον γυρευὸν πορπατεῖ καὶ ψαλαφᾷ (ὡς ἐπαίτης περιπατεῖ καὶ ζητεῖ) Πόντ. (Τραπ.) Ὁ Χριστὸν ὅταν ἔρθεν ᾿ς σὸν κόσμον, ἐπέρες τὸ ραβδὶν ἀτ᾿ καὶ ἅμον γυρευὸς ἐλάσκουτον ᾿ς σὰ χωρία, γιˬὰ νὰ μὴ ἐγνωρίζ᾿ν ἀτον (ἐλάσκουτον= ἐγύριζεν) Πόντ. (Σάντ.) || Φρ. Ἅμον ὁ κόκκινον ὁ γυρευὸν (ἐπὶ τοῦ ζητοῦντος κἄτι μετ᾿ ἐπιμονῆς καὶ φορτικότητος) Πόντ. (Ἀμισ.) || Παροιμ. Ὁ γυρευὸν γυρεύ᾿ ταὶ δί᾿ γιˬὰ τὴν ὴν ἀτ᾿ (ὅτι ὁ ἐνδεὴς δύναται νὰ ἐλεήσῃ ἐνδεεστέρους) Πόντ. (Τραπ.) Ὁ ᾿υρευὸν ᾿υρεύ᾿, φάζ᾿ καὶ τὸν κουτσουρέαν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Τὸν γυρευὸν ἐποῖκαν βασιλέαν καὶ ξὰν γυρευὸς ἔτον (αἱ δι᾿ ἕξεως κτηθεῖσαι ἰδιότητες δὲν μεταβάλλονται) Πόντ. Ἀ σῆ ᾿υρευοῦ τὸ τσαντάχ᾿ κομμάτ᾿ καμμίαν ᾿κὶ λειφτάζ᾿ (ἀπὸ τὴν τσάνταν τοῦ ζητιάνου κομμάτι ψωμιοῦ ποτὲ δὲν λείπει, ἐπὶ τῆς ἀνάγκης τῆς ἀναζητήσεως τῶν ἀγαθῶν) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Τοῦ γυρευοῦ τὸ σακκούλιν ᾿κ᾿ ἐπορεῖς νὰ γομώνῃς (ἐπὶ τῶν ἀπλήστων) Πόντ. || Αἴνιγμ. Ἄρκος, λύκος, μουχτερὸ (ἄρκος, λύκος, χοῖρος τὴν ἡμέραν καὶ ἐπαίτης τὴν νύκτα· ἐπὶ τῶν διπροσώπων) Πόντ. (Κοτύωρ.) Συνών. γυρευοσάκκουλο 2, γυρευτὴς 2, γυριστὴς 3, γυριστικός 2, διˬακονιˬάρης, ζητιˬᾶνος, ζήτουλας, μπολιˬάρης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA