ἀπιδόκρασο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπιδόκρασο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπιδόκρασο τό, Λεξ. Ψύλλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀπίδι καὶ κρασί. Παρὰ Σομ. ἀπιδόκρασον.
Σημασιολογία
Ὁ οἶνος ὁ λαμβανόμενος διὰ ζυμώσεως τοῦ ὀποῦ τῶν ἀπιδίων, ἀπιδίτης οἶνος. Συνών. ἀχλαδόκρασο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA