δασκαλούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δασκαλούδι τό, Βιθυν. (Κατιρλ.) Δαρδαν. (Σίγ.) Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Πελοπν. (Ἀχαΐα Βαλτεσιν. Βασαρ. Βούρβουρ. Δάρα Ἀρκαδ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κυνουρ. Οἰν. Πιτσᾶ Τριφυλ.) Προπ. (Κύζ.) - Δ. Λουκοπ., Ὑφαντ. Ἐνδυμ. Αἰτωλ, 135 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. δασκαλούδ᾿ Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἄκρ. Λίχας) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πάπιγκ. Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Τρίκερ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Ἴμβρ. Μακεδ. (Γαλάτιστ. Λακκοβ. Πάγγ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ. Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Καρπεν. Ναύπακτ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ. Φτελ.) δασκαούδι Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι.
Σημασιολογία
1) Δασκαλάκι 1, τὸ ὁπ. βλ., Λεξ. Πρω. Δημητρ. 2) Δασκαλάκι 3, τὸ ὁπ. βλ., Ἁλόνν. Βιθυν. (Κατιρλ.) Δαρδαν. (Σίγ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἄκρ. Λιχ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κατσανοχ. Κουκούλ. Πάπιγκ. Πλαίσ. Ραδοβύζ.) Θεσσ. (Τρίκερ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Ἴμβρ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Μακεδ. (Γαλάτιστ. Λακκοβ. Πάγγ.) Πελοπν. (Ἀχαΐα Βαλτεσιν. Βασαρ. Βούρβουρ. Δάρα Ἀρκαδ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Κυνουρ. Οἰν. Πιτσᾶ Τριφυλ. Προπ. Σάμ. Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντ. Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Καρπεν. Ναύπακτ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ. Φτελ.) - Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Τοὺ πιδί μ᾿ εἶνι δασκαλούδ᾿ κὶ πάει ᾿ς τοὺ σχουλεῖου τ᾿ μὶ πλάκα κὶ κουντύ᾿ Αἰτωλ. Οὕλα τὰ πιδιˬὰ γέν᾿τι δασκαλούδιˬα, κὶ τὰ πιˬὸ πουλλά, σὰ μιγαλώσ᾿νι, σπουδάζ᾿νι Σάμ. Πῆγι (ἐνν. ὁ δάσκαλος) ἰκδρουμὴ μὶ τὰ δασκαλούδιˬα Ἅγιος Κωνσταντ. Τὰ δασκαλούδιˬα πηγαίνανε ἀραδιˬασμένα ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬὰ Δάρα Ἀρκαδ. Βαρεῖ ἡ καμπάνα νὰ πᾶνε τὰ δασκαλούδιˬα ᾿ς τὸ σκολε͜ιὸ αὐτόθ. Ἔρχεται ὁ δάσκαλος μαζὶ μὲ τὰ δασκαλούδιˬα Ἤπ. Ὁ δάσκαλος βρίσκει καμμιˬὰ φορὰ τὸ διˬάβολό του ἀπὸ τὰ δασκαλούδιˬα του Τριφυλ. Δασκαλούδιˬα εἶστε ᾿σεῖς ἢ βάσανο; Κατσανοχ. Ἀκοῦς φωνὲς τὰ δασκαλούδιˬα; Ἁλόνν. ᾿Πόλ᾿σι δάσκαλους τὰ δασκαλούδιˬα, ὥρα κὶ ᾿μεῖς νὰ πᾶμι σπίτ᾿ Ἁγία Ἄνν. Γύρ᾿σαν τὰ δασκαλούδιˬα κὶ ᾿ρχόνταν ἀπ᾿ τοὺ σκουλε͜ιὸ Αἰτωλ. Ἦταν πέντ᾿ ἕξι δασκαλούδιˬα καὶ πετροβολάγανε τ᾿ς μυγδαλιˬὲς Ἄκρ. Τὰ δασκαλούδιˬα μ᾿ χάλασαν τοὺν κῆπου Φθιῶτ. Δὲν dρέπισι νὰ κλέβ᾿ς τὰ ξένα μῆλα, εἶσι κὶ δασκαλούδ᾿! αὐτόθ. Σὰ νά ᾿σι δασκαλούδ᾿ κουκκινίιζ᾿ς Λιχάς. Μὲ τί χαρὰ καὶ τί περηφάνε͜ια κρεμάει τὴ μαρούδα τὸ δασκαλούδι (μαρούδα = ἡ μαθητικὴ σάκκα) Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾿ ἀν. || Φρ. Τ᾿ ἀλόγου σου εἶσαι δάσκαλος γιˬὰ τὰ δασκαλούδιˬα (δηλ., μὴ μοῦ κάνῃς ἐμένα τὸν δάσκαλον· τ᾿ ἀλόγου σου = τοῦ λόγου σου) Κατσανοχ. || Παροιμ. Κατὰ τὸ δάσκαλο καὶ τὰ δασκαλούδιˬα (λέγεται προκειμένου περὶ τῆς ἐπιδράσεως τῶν διδασκάλων ἐπὶ τῶν μαθητῶν, καί, γενικώτερον, περὶ οἱασδήποτε ἐπιδράσεως ἐμπειροτέρου ἀτόμου ἐπὶ ἀπειροτέρου) Μακεδ. (Πάγγ.) κ.ἀ. Συνών. παροιμ. Κατὰ τὸν Μαστρο-Γιˬάννη καὶ τὰ κοπέλιˬα του. Συνών. δασκαλοπαίδι 2, δασκαλούλι, μαθητούδι, σκολε͜ιαρούδι, σκολιταρούδι. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Δασκαλούδης Μακεδ. (Πρώτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA