γλυκοκοιμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκοιμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοκοιμίζω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.) γλυκου᾿μίζου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γλυκοτσοιμίζω Μύκ. γλυκοκοιμῶ Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γλυκοκοιμάω Λεξ. Πρω. Δημητρ. Μέσ. γλυκοκοιμᾶμαι πολλαχ. γλυκοκοιμοῦμαι ἐνιαχ. γλυκουκοιμοῦμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) γλυκου᾿μῶμι Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) γλυκοτοιμοῦμαι Κύπρ. Προστ. ἀορ. γλυκοκοιμέθου Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κοιμίζω. Ὁ τύπ. γλυκοκοιμοῦμαι καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ἐνεργ., ἀποκοιμίζω τινὰ κατὰ τρόπον ἤπιον, εὐχάριστον καὶ μέσ., κοιμοῦμαι γλυκά, εὐχαρίστως πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ.): Ὅσο γιˬὰ νὰ γλυκοκοιμᾶται, θὰ φροντίσω κ᾿ ἐγὼ Δ. Καμπούρογλ., Ἀθηναϊκ. διηγήμ., 253. Ἡ τιμὴ ποὺ θὰ ἔρθῃ ᾿ς τὸ σπίτι μου... Θὰ τὴν παρηγορῇ τὴν ἡμέρα καὶ θὰ τὴν γλυκοκοιμίζῃ τὴν νύκτα αὐτόθ. Γλυκοκοιμήθηκα ᾿ς τὸν ἥσκιˬο τῆς ἐλιˬᾶς ὥς τὸ δειλινὸ Λεξ. Δημητρ. || ᾌσμ. Κοιμᾶται τ᾿ ἀγοράκι μου καὶ ᾿γὼ τὸ νανουρίζω, καὶ τὴ gουνίτσα του κουνῶ καὶ τὸ γλυκοκοιμίζω (βαυκάλ.) Θρᾴκ. (Μέτρ.) Τρίτην εἶδε τὸν ὄνειρο, πού ᾿θελε νὰ πεθάνῃ, οὔτ᾿ ἔτρωγε οὔτ᾿ ἔπινε οὔτε γλυκοκοιμοῦdαν Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κοιμᾶται τὸ μικράκι μου κ᾿ ἐὼ τὸ νανουρὶζω, κ᾿ ἐὼ τὴ gούνιˬα του κουνῶ καὶ τὸ γλυκοκοιμίζω (βαυκάλ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σ᾿ ἀφίνω τὴν καληνυχτιˬά, πέσε γλυκοκοιμήσου, ᾿ς τὸ ὄνειρό σου νὰ μὲ διˬῇς σκλάβο καὶ δουλευτή σου Δαρδαν. Τὴν καλησπέρα ἔφερα καὶ νὰ μὲ συμπαθήσῃς, γιˬατὶ γλυκοκοιμούσουνε καὶ τώρα θὰ ξυπνήσῃς Χίος. Ἕνα βράδο βραδούτσικο, τέτο͜ιο βράδο δὲν εἶδα, μ᾿ ἐκέρναν ὁ ἀφέντης μου νὰ μὲ γλυκοκοιμίσῃ Πόντ. (Ἰνέπ.) Μάε͜ιδ᾿ ἔτρωγε, μάε͜ιδ᾿ ἔπινε, μάε͜ιδε γλυκοκοιμᾶται Πελοπν. (Οἰν.) ᾿Σ ἕναν στρῶμαν νὰ π-πέσουμεν νὰ γλυκοτοιμηθοῦμεν, νὰ σὲ φιλῶ νὰ μὲ φιλᾷς, ὥστε νὰ βαρεθοῦμεν Κύπρ. Νὰ ἡ ρίζα μου, νὰ δέσῃς τ᾿ ἄλογό σου, νὰ οἱ κλῶνες μου, νὰ βάλῃς τ᾿ ἄρματά σου, νὰ κιˬ ὁ ἥσκιˬος μου, πέσε γλυκοκοιμέθου Πόντ. (Ἰνέπ.) || Ποιήμ. Ἄσε τὸ νιˬὸ νὰ ξαγρυπνᾷ, νὰ κάνῃ σου καρτέρι, γιˬατὶ θενά ᾿ρθῃ ἕνας καιρός, ὅταν σὲ κάνῃ ταίρι, ποὺ αὐτὸς γλυκοκοιμούμενος θὰ σοῦ γυρνᾷ τὴν πλάτη Ι. Πολέμ., Σπασμέν. μάρμαρ., 107. Ἀφήσ᾿τε την ἐφέτος νὰ μὴ θαυματουργήσῃ καὶ ἥσυχα νὰ πέσῃ νὰ γλυκοκοιμηθῇ Γ. Σουρ, Ἅπαντ., 1,264. Ἡ μετοχ. γλυκοκοιμισμένος, ὁ εἰς γλυκύν, εὐχάριστον ὕπνον περιπεσών, ὁ ἡσύχως ὑπνώττων Λεξ. Δημητρ. β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνέμου, ἠρεμῶ, ἀκινητῶ Γ. Μαρκορ., Ὅρκ. εἰς Λεξ. Δημητρ.: Ποίημ. Ὅλα σιγοῦν ᾿ς τὴ θάλασσα γλυκοκοιμοῦνται οἱ ἀνέμοι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA