γλυκοκοιτάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοκοιτάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοκοιτάζω σύνηθ. γλυκουκοιτάζου Μακεδ. (Δεσπότ. Θεσσαλὸν.) γλυκουκ᾿τάζου Ἤπ. (Κουκούλ.) γλυκοκοιτάω Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκοκοιτῶ Ι. Πολέμ., Χειμώνανθ., 170 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. Μέσ. γλυκοκοιτάζομαι Λεξ. Δημητρ. Ἀόρ. ἐγλυκοκοιτάχτηκα Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κοιτάζω.
Σημασιολογία
Προσβλέπω τινὰ μετὰ συμπαθείας, μετὰ γλυκύτητος, μετ᾿ εὐφροσύνης σύνηθ.: Ποίημ. Πότε γλυκοκοιτάζει ψηλὰ τ᾿ ἀστέριˬα τ᾿ οὐρανοῦ Κ. Κρυστάλλ, Ἔργα 1,186. β) Προσβλέπω τινὰ μετὰ πόθου, ἐρωτικῶς σύνηθ.: Ἀλήθε͜ια, ἡ μικρὴ τὸν γλυκοκοίταζε Γ. Ξενόπ., Ἀφροδ., 79. Ἀλλοίμονο σὲ σένα, ἂν τύχῃ καὶ γλυκοκοιτάξῃς τὸ βασιλιˬά μου Γ. Ψυχὰρ, Ὄνειρ. Γιαννίρ. 142. Κ᾿ ἔδειξε ἀπάνω ᾿ς τὸν τοῖχο τὸ ζευγάρι τῶν προπατόρων ποὺ γλυκοκοιτάζονταν, ἕναν αἰῶνα τώρα, μέσα ᾿ς τὰ πλαίσιά τους Π. Νιρβάν., Τὸ ἀγρολούλ., 24 || ᾌσμ. Τὰ μαῦρα μάθιˬα τ᾿ ἀγαπῶ, γιˬατὶ γλυκοκοιτάζουν κι ὅdε γυρίσω καὶ τὰ ᾿δῶ, μέσ᾿ ᾿ς τὴν καρδιˬὰ μὲ σφάζουν Κρήτ. Βρίσκου μνιˬὰ κόρη πὄπλυνι, τὰ μάτιˬα δακρυσμένα, κιˬ ἀνοῖξα τὰ ματάκιˬα μου κιˬ τὴν γλυκουκοιτάζου Μακεδ. (Δεσπότ.) || Ποίημ. Καὶ γλυκοκοιτάξαν πάλι | δυˬὸ ψυχὲς ἡ μιˬὰ τὴν ἄλλη Μ. Τσιριμῶκ., Ἐκ βαθ., 61.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA