γυρευτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρευτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γυρευτὸς ἐπίθ. Ἤπ. (Κεστρίν.) Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Δημητσάν. Δίβρ. Κάμπος Λακων. Λάστ. Μεσσην. Παιδεμέν. Ποταμ. Τριφυλ. κ.ἀ.)- Π. Παπαχριστοδ., Χριστούγ. Θρᾴκ. εἰς Ἀρχ. Θρᾳκικ. Θησ. 3 (1936), 51 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυρεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄξιος ζητήσεως, ὁ περιζήτητος Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾿ ἀν.: Παντοῦ ἦσαν γυρευτοὶ μουσαφιραῖοι. 2) Ὁ διὰ ζητήσεως ἀποκτώμενος Ἤπ. (Κεστρίν.) Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Δημητσάν. Δίβρ. Κάμπος Λακων. Λάστ. Μεσσην. Παιδεμέν. Ποταμ. Τριφυλ. κ.ἀ.): Γυρευτὴ τὴν ἔχει μιˬὰ δεκάρα (τὴν ἀπέκτησε διὰ ζητήσεως) Κάμπος Λακων. || Παροιμ. Γάλα γυρευτό, | πικρὸ σὰ γιˬατρικό, γάλα φερτό, | γλυκὸ σὰ ζαχαρωτὸ (τὸ προσφερόμενον εἶναι ἄριστον καὶ εὐρπόσδεκτον, ἐνῷ τὸ ζητούμενον, συνοδευόμενον ὑπὸ ἀναλόγων ὑποχρεώσεων, δὲν εἶναι ἀπολαυστικὸν) Δημητσάν. Λάστ. Ἄλλο εἶναι τὸ δανεικὸ κιˬ ἄλλο τὸ γυρευτὸ (ἐπὶ τῶν δανειζομένων καὶ μὴ ἀποδιδόντων τὰ δανεισθέντα) Ἀρκαδ. Μεσσην.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/