γυρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυρεύω κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γυρεύου βόρ. ἰδιώμ. ᾿ρεύου Θρᾴκ. (Αἶν.) γκυρεύω Καππ. (Σινασσ.) κυρεύω Καππ. (Ποτάμ. Φλογ.) γυρεύγω Ἄνδρ. Βιθυν. (Πιστικοσώρ.) Εὔβ. Θήρ. (Οἴα) Ἰκαρ, Ἴος Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Κάρπ. Κίμωλ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Κύπρ. Λέρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νάξ. (Βοθρ. Γαλανᾶδ.) Νίσυρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Πάτμ. Σίφν. Σύμ. Τῆλ. Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) Χίος-Λεξ. Βάιγ. γυρεύγου Εὔβ. (Ἀνδρων. Βρύσ. Κύμ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαμακόβ. Σαρεκκλ.) Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) γυρεύκω Ἀστυπ. Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χάλκ. γυρεύgω Κῶς Ρόδ. Χίος κ.ἀ. γυρέg-gουω Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) γυρέg-gω Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) γιˬουρεύω Ἀθῆν. (παλιότ.) Αἴγιν. Ἀπουλ. Μέγαρ. γιˬουρεύγω Μέγαρ. γυρέω Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Κρήτ. (Ἅγιος Βασιλ.) γιˬουρέω Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) gιˬουρέω Ἀπουλ. γιˬουρεύω Αἴγιν. Μέγαρ. γιˬουρεύου Μαδεκ. (Καστορ.) γερεύω Πελοπν. (Βουτσ. Δίβρ. Κοντοβάζαιν.) Σκῦρ. γερεύγω Σκῦρ. γερεύgω Κῶς κ.ἀ. γ᾿ρεύω Καππ. (Φάρασ.) γκ᾿ρεύω Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Φερτ.) κ᾿ρεύω Καππ. (Ἀνακ. Δίλ. Μαλακ. Μισθ. Σίλ. Σινασσ. Φλογ.) Λυκαον. (Σίλατ.) κ᾿ρεύου Καππ. (Μισθ.) ᾿υρεύω Καππ. (Φάρασ. Φλογ.) Κάρπ. Νάξ. (Δαμαρ. Φιλότ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἰνέπ. Σινώπ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σῦρ. ᾿υρεύου Λυκαον. (Σίλατ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ. Βελβ. Κοζ. Σιάτ.) ᾿υρεύγω Ἰκαρ. Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόρθ. Χαλκ. κ.ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σύμ. Σῦρ. ᾿υρεύgω Κάλυμν. Μεγίστ. ᾿υρεύκω Καππ. (Φάρασ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κύπρ. Χάλκ. ᾿υρέβκω Κύπρ. ᾿ερεύγω Χίος (Ἅγιος Γεώργ.) ρυεύω Καππ. (Φάρασ.) γυεύω Θρᾴκ. (Ταϊφ.) γυεύου Σαμοθρ. γυεύτου Σαμοθρ. ζυεύω Κορσ. γυρεύγω᾿ ᾿μα Τσακων. (Χαβουτσ.) Μέσ. γυρεύομαι Κρήτ. Σύμ. γυρεύγομαι Κρήτ. Σύμ. γυρεύκομαι Κύπρ. (Λεμεσ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) γυρεύκουμαι Κύπρ. ᾿υρεύομαι Κάρπ. Κάσ. ᾿υρεύουμι Μακεδ. (Ἄσσηρ.) ᾿υρεύκουμαι Κύπρ. Ἐνεστ. β΄ ἑνικ. γυρὲς Κρήτ. ᾿υρὲς Μακεδ. (Ἄσσηρ.) γ΄ πληθ. γυρένε Κρήτ. (Βιάνν. Μυλοπότ. Σέλιν.) γυρέ᾿ Κρήτ. (Σφακ.) Παρατ. ἐγιˬούρωνα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. κ.ἀ.) ἐγιˬούρεggα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. κ.ἀ.) ἐγιˬούριg-gα Ἀπουλ. (Μαρτιν.) Παρακ. γ᾿ρεύκα Καππ. (Φάρασ.) γ᾿ρεύισκα Καππ. (Ἀραβάν.) κ᾿ρεύισκα Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Φλογ.) Ἀορ. ἠγύρεψα Θήρ. Κρήτ. (Ἡράκλ.) Κῶς Σῦρ. κ.ἀ. ἠγ᾿ρέψα Πάρ. (Λεῦκ.) ἔγ᾿ρεψα Καππ. (Φάρασ.) γ᾿ρέψα Καππ. (Φάρασ.) ἤγκ᾿ρεψα Καππ. (Ἀραβάν.) ἐγύρεσπα Καλαβρ. (Βουν. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) γιˬούρεσφα Ἀπουλ. (Καστριν.) γιˬούρεσ-σα Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Ὑπερσ. εἶχα γιˬουρέτσοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ. Στερνατ. κ.ἀ.) ἦμ-μον g ᾿υρέσπονdα Καλαβρ. (Βουν. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Προστ. γύρεψον Πόντ. (Χαλδ.) γιˬούρετσο Ἀπουλ. (Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. κ.ἀ.) γιˬούρα Ἀπουλ. (Καλημ.) Μετοχ. γυρεύοντας κοιν. γυρεύοντα κοιν. γυρεύοdας Μύκ. Πελοπν. (Μάν.) gυρέgουνdα Καλαβρ. (Μπόβ.) γυρέgουνdα Καλαβρ. Βουν. (Χωρίο Βουν.) γυρέgoυονdα Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) γιˬουρέοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. κ.ἀ.) ᾿υρεύγοdα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μετοχ. ἀορ. γυρέσπονdα Καλαβρ. (Βουν. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) γυρέτσοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτ. Στερνατ. κ.ἀ.) Ἀπαρ. γυρέσπει Καλαβρ. (Βουν. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. γυρεύω. Οἱ τύπ. γυρεύγω καὶ γυρεύοντα καὶ Βυζαντ. Βλ. Μαχαιρ. 1,74 (ἔκδ. Dawkins).

Σημασιολογία

1) Περιέρχομαι, κάμνω γῦρον Ἀθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ. (Κύμ.) Καλαβρ. Κρήτ. (Γέργερ. Κίσ. Μονοφάτσ. κ.ἀ.): Ἐγυρέψανε τὸ δάσος γιˬὰ λαγοὺς, μὰ δὲν εὑρήκανε κανένα Κίσ. Γιˬούρεψα, γιˬούρεψα, ἀπόστακα καὶ κάθικα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Ὅλη τὴν πολιτεία τήνε γυρέψανε καὶ δὲν εὑρήκαμε καμμιˬὰ νὰ τσῆ κάνῃ (ἐκ διηγ.) Κρήτ. || ᾌσμ. Οὕλο τὸ gόσμο γύρεψα, Ἀνατολὴ καὶ Δύση Κρήτ. Οὕλα τσῆ Κρήτης τὰ βουνὰ τά ᾿χενε γυρεμένα Γέργερ. Ἡ σημ. ἤδη Ἑλληνιστ. Συνών. τριγυρίζω. β) Ἐπὶ ἡλίου, κλίνω πρὸς τὴν δύσιν Καλαβρ. (Μπόβ.): Ἥλιˬο gυρέgουει. Πβ. γυρίζω 5. 2) Ἀναζητῶ τι, περιέρχομαι ἀναζητῶν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Στερνατ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Δίλ. Μισθ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Γυρεύω δουλειˬὰ-ἐργάτη-δάσκαλου-γαμπρό. Σὲ γυρεύω τόσην ὥρα. Τὶ γυρεύεις ἐδῶ; Ποιὸν γυρεύεις; κοιν. Ἦρτε ἡ ἀστυνομία τσαὶ σὲ γύρευε Εὔβ. (Βρυσ.) Γυρεύγω τὸ γάδαρό μου Κρήτ. Ἄπαυτα τὰ γυρεύγουνε τ᾿ ἀβγὰ (ἄπαυτα = συνεχῶς) Κίμωλ. Ἐπὰ κοdὰ εἶσαι καὶ ραίνομαι κ᾿ ἐὼ καὶ ᾿υρεύγω σε; (ραίνομαι= περιφέρομαι) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τόπο ὐρεύγω νὰ κάτσω, μὰ δὲ βρίσκω αὐτόθ. Μωρή, πάαινε ᾿υρεύγοdά τονε, νὰ δῇς εἶdα ᾿ίνηκε αὐτόθ. Πβ. Χρον. Μορ. στ. 3264 (ἔκδ. Schmitt) «ὁ πρίγκηπας ἐπέρασε τὴν σκάλα κ᾿ ἐσέβην εἰς τὸν τόπον του κ᾿ ὑπᾷ γυρεύοντά τον». Ἡ γραῖα ἐβγῆκε ὄξω, ἐγύρεψε, ηὗρε χόρτα κ᾿ ἔφαγε (ἐκ διηγ.) Κύθηρ. Γυρεύ᾿νι σπίτιˬα, ἀσκάλις νὰ μὴν ἔχ᾿νι Σκόπ. Νιὸ σᾶς βάζουμ᾿, φαΐ νὰ μὴ μᾶς γυεύιτι (νιὸ= νερὸ) Σαμοθρ. Σὲ κ᾿ρεύω ἐσένα (ἐσένα ζητῶ) Μισθ. Ὕστερα γύρεψέν το τὸ παιδὶ τ᾿ καὶ πῆεν σὸ μάγγανο καὶ ψάχνικεν Δίλ. Ἐσεῖτ τί κ᾿ρεύισκετ᾿ ἰκεῖ; Φλογ. Γυρεῦα νι παντοῦ, δὲ μπορέκα νὶ βρεσ᾿ (νὶ= αὐτὸν) Χαβουτσ. Κουμbάρε, τί πάιτε γυρέgουονdα; (ἐκ παραμυθ.) Χωρίο Βουν. || Παροιμ. φρ. Ἄμε κάθου γύρευε. Ἄμε τρέχα γύρευε (ἐπὶ τῶν μάτην ἀναμενόντων) κοιν. Τρέχα γύρευε (ἐπὶ ματαίας ἢ καὶ ἀναξίας λόγου ἀναζητήσεως) κοιν. Ἄμε γύρευε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Ἄμε χάσε κ᾿ ἔλα γύρευε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κάρπ. Κάτσε γύρευε καὶ Νικολὸ καρτέρει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Δέβα, γύρεψον καὶ στά᾿ (πήγαινε, ἀναζήτησε καὶ στάσου· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀντρεάντ. Γύρ᾿σι πουλ᾿τεῖις αὐτός, ἄμ᾿ σὺ γύριβι (= ἀναριθμήτους) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γύρευε τώρα τί ἔκανε! (τίς οἶδε τὶ ἔκαμε!) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Γύρευε τί μαλλὶ εἶν᾿ αὐτό! αὐτόθ. Γυρεύει τὸν ἄνεμο ἀπ᾿ τὰ κλαριˬὰ (ἐπὶ παίδων, ἐπιδιώκει διὰ τῆς στάσεώς του νὰ προκαλέσῃ τὸν ξυλοδαρμὸν) Ἰθάκ. || Παροιμ. Ψωμὶ δὲν ἔχομε νὰ φᾶμε ραπανάκιˬα γιˬὰ τὴν ὄρεξη γυρεύομε (ἐπὶ τῶν ἀμελούντων τὰ οὐσιώδη καὶ ἀναζητούντων τὰ ἐπουσιώδη) κοιν. Τὸ γύρευε ᾿ς τὸν οὐρανὸ καὶ τό ᾿βρε ᾿ς τὴ γῆ (ἐπὶ τῶν παρὰ προσδοκίαν ἀποκτωμένων) κοιν. Μὲ τὸ κερὶ σὲ γύρευα καὶ μὲ τὸν ἥλιˬο σ᾿ ηὖρα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. ᾿Σ σὸ οὐρανὸν ντ᾿ ἐραΰαν, ᾿ς σὴν ᾿ῆν εὗραν ἀτ᾿ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀντρεάντ. Τί γυρεύει ἡ ἀλεποῦ ᾿ς τὸ παζάρι; (ἐπὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν νὰ ἀναμειχθοῦν εἰς ξένας ὑποθέσεις) κοιν. Ὅπου ρωτᾷ, μαθαίνει | κιˬ ὅπου γυρεύει βρίσκει (ὁ ἐπιδιώκων τι ἐπιμόνως ἐπιτυγχάνει) κοιν. Πβ. τὸ τοῦ Εὐαγγ. (Ματθ. 7,8, Λουκ. 11,10) «ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει». Εἷς ποὺ γιˬουρέει, βρίσκει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Καλημ. Γυρεύει ψύλλους ᾿ς τ᾿ ἄχερα (ἐπὶ τῶν λεπτολογούντων) κοιν. Βιλό᾿ γυρεύ᾿ μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἄχιρα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) || Γνωμ. Σετέbρη σέbρο γύρευε, τὰ βόιδιˬά σου τάιζε τσαὶ τὰ παιδιˬά σου μάζευε (διότι ἀρχίζουν οἱ γεωργικαὶ ἐργασίαι) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Μὲ λάσπη τσαὶ μὲ κουρνιˬαχτὸ τσυνήγα τὸ ζευγάρι, γιὰ νὰ μὴ bάῃς ᾿ς τὴ Λιβαδε͜ιὰ γυρεύοdα γιˬὰ σ᾿τάρι Πελοπν. (Λεῦκτρ.) || ᾌσμ. Ἅγιˬος Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρεία, βαστᾷ είκόνα καὶ χαρτὶ κιˬ ὁλόχρυσο καλίκι, γυρεύει καὶ καραρωτᾶ ποῦ νά ᾿βρῇ νὰ τό ᾿φήκῃ (καλίκι= ὑπόδημα) Ρόδ. Μοῦ γύρεψ᾿ ἀλαφιˬοῦ τυρὶ κιˬ ἀγριˬογιδήσιˬο γάλα Ἤπ. Γυρεύ᾿ ἀποὺ λαγὸ τυρὶ κιˬ ἀπ᾿ ἀργιˬογίδι γάλα Μακεδ. Μάννα μου, σὰ σὲ χρειαστῶ, μάννα μου, σὰ σὲ θέλω, θὰ πάρω τὰ περίχωρα, νά ᾿ρχω νὰ σὲ γυρεύγω (ἐκ μοιρολ.) Ἴος Σῦρε, ψωμί, ᾿ς τ᾿ ἀνάθεμα κ᾿ ἐγὼ γυρεύοdάς σε (ἐπὶ τῶν ξενιτευομένων) Πελοπν. (Μάν.) Γυρίζουν καὶ γυρεύκουσιν ἀντρᾶες ν᾿ ἀγαπήσουν Κύπρ. β) Βλέπω, ἀναζητῶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν Καππ. (Ἀνακ. Δίλ. Φάρασ. κ.ἀ.): Γ᾿ρεύω τὸ ποτάμι (κοιτάζω τὸ ποτάμι) Φαράσ. Γ᾿ρεύω ἀτᾶ σταυρωτὰ (κοιτάζω πρὸς τὰ ἐκεῖ, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ) αὐτόθ. Χαλὲ γρὲ (ἔλα κοίταξε) Δίλ. Συνών. ἀναγορεύω 4, ἀναγυρεύω 1, ἀναγυρίζω Β1δ, ἀπογυρεύω. γ) Ἰχνηλατῶ, ἐπὶ κυνῶν Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.): Ἐκεῖ ᾿ς τὴ λάκκα γυρεύει τὸ σκυλλί, λαγὸς θά ᾿ναι σίγουρα Γαργαλ. δ) Ἐρευνῶ διὰ τοῦ δακτύλου τὸν πρωκτὸν ὄρνιθος, διὰ νὰ διαπιστώσω τὴν ὕπαρξιν ᾠοῦ Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Συνών. ἀβγολογῶ 3, δαχτυλιˬάζω, κολοδαχτυλιˬάζω, κολοδαχτυλίζω, μαραφουλῶ, προσφωλῶ. 3) Περιέρχομαι ἐπαιτῶν, ἐπαιτῶ Ζάκ. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Λῆμν. Μέγαρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Γυρεύ᾿ καὶ τρώει (ἀποζῇ ἐκ τῆς ἐπαιτείας) Ὄφ. Γύριψα ᾿ς τοὺ χουριˬό σ᾿ κὶ δὲ μ᾿ ἔδουσι κανένας Λῆμν. Μιˬὰ ᾿υρίστρα ᾿ναι καὶ ᾿υρεύγει άδι Ἀπύρανθ. Ὅπο͜ιος πήγαινε ταὶ τοῦ γιˬούρευγε, τὸν ἔδιˬωγνε (= ἔδιωχνε) Μέγαρ. Νὰ γυρεύ᾿ς ᾿ς σῆ χώρας τὰ πόρτας! (νὰ περιφέρεσαι ἐπαιτῶν εἰς ξένας θύρας· ἀρὰ) Σταυρ. || Παροιμ. Ὁ γυρευὸν ἐγύρευεν κ᾿ ἐδίνεν γιˬὰ τὴν ήν ἀτ᾿ (πάντες δύνανται νὰ ἐλεοῦν κατὰ δύναμιν τὸν πλησίον) Τραπ. Ὁ ᾿υρευὸν ᾿υρεύ᾿, φάζ᾿ καὶ τὸν κουτσουρέαν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἀντρεάντ. || ᾎσμ. Κ᾿ ἐγὼ νὰ σκάψω δὲ μπορῶ κιˬ οὐδὲ καὶ νὰ κλαδέψω, παίρνω τ᾿ ἀλεύρι δανεικό, τ᾿ ἁλάτι γυρεμένο Κόνιτσ. Συνών. διˬακονεύω, διˬακονίζω, ζητιˬανεύω, ζητουλεύω, ζητουλιˬαρεύω, ζητῶ, μπολεύω, μπολιˬαρεύω. 4) Ζητῶ νὰ λάβω, ἀπαιτῶ κοιν.: καὶ Ἀπουλ. (Καστριν.) Καλαβρ. (Μποβ.) Καππ. Πόντ. Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Τί γυρεύεις ἀπὸ μένα; Μεγάλο πρᾶμα μοῦ γυρεύεις. Τοῦ γύρεψε μιˬὰ χάρη. Τοῦ γύρεψε δανεικά. Δὲν παντρεύεται, γιˬατὶ γυρεύει προῖκα κοιν. ᾿Υρεύγει τῆς μάννας του ψωμὶ Νάξ. (Βόθρ.) Εἶdα λὲς ἀτά, συdέκνισσα, ἀπὸ τοῦ λόου σου θὰ γυρέψω πλερωμή; Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Εἶdα γυρεύεις, νὰ μᾶς κάμῃς τὸμ bατέραμμας καλά; Λέρ. Ἐπήαινε ᾿ς τὸ ἕνα σπίτι καὶ ᾿ς τὸ ἄλλο κ᾿ ἐγύρευε έλεημοσύνη Ζάκ. Γυρεύαμὶ σ᾿ ψωμί, ψωμὶ δὲ νάμ᾿ δώκαϊ (= τοὺς γυρέψανε ψωμί, ψωμὶ δὲν μᾶς ἔδωσαν) Βάτικ. Χαβουτσ. Τσὰ θὰ μὶ γυρέψ᾿ τσὶς ἔν᾿ ξέρ᾿; (= τί θὰ μοῦ γυρέψῃ ποιὸς ξέρει· ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Φέτο ἐγυρεύτην τ᾿ ἄερον τ᾿ ἔν᾿ -ν᾿ ἀκριβώσῃ πολ-λὰ Κύπρ. Δὲν ἐbόρεσα νὰ πουλήσω τὰ ξύα σήμερα· τώρα καοκαίρι, ξέρεις, δὲ γυρεύουdαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δέκα βολὲς μοῦ τὴν ἔχει ᾿υρεμένη τὴ σκούπα αὐτόθ. Πόσου γυρεύιτι τὶς πατάτις; (ποίαν τιμὴν ζητεῖτε;) Μακεδ. (Καστορ.) Τὰ χρέητά μ᾿ γυρεύουνε με (μοῦ ζητοῦν τα ὀφειλόμενα) Πόντ. || Φρ. Γυρεύει καὶ ρέστα (ἐπὶ ἐνόχου ζητοῦντος ἀναιδῶς ἱκανοποίησιν) κοιν. Σὺ εἶσαι ὁ φταίχτης καὶ ᾿υρεύγεις καὶ τὰ ρέστα σου; Νάξ (Ἀπύρανθ.) Ἤκαμένε τὰ ἔργα του καὶ γυρεύει καὶ ρέστα Μύκ. Τῆς τὸ γύρεψε (ἐζήτησε νὰ συνευρεθῇ μετ᾿ αὐτῆς) κοιν. Καιρὸς εἶναι ποὺ τσῆ ᾿υρεύγει, μὰ ᾿κείνη δέν εἶναι τέθο͜ιας διαγωγῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. Ἦρθε κιˬ ἄλλος ἀπ᾿ τὴν Κῶ || καὶ γυρεύει μερδικὸ (ἐπὶ ξένου ὁ ὁποῖος ἀναμειγνύεται εἰς ξένας ὑποθέσεις πρὸς ἴδιον συμφέρον) πολλαχ. Ἐγυρεύτην ἡ καμήλα ᾿ς τὸ γάμον γιˬὰ ξύλα, γιˬὰ νερὸν (ἐπὶ τῶν ζητουμένων διὰ νὰ προσφέρουν καὶ ὄχι νὰ λάβουν) Κύπρ. Μ᾿ ὅτ-τε ἔν-νὰ γιˬουρέσ-σῃ ἔλ-λημόσυνα, ἄμονα ἄς ἅ σ-σινοῦρου, μὴν ν᾿ ἄμονα ἄς ᾿ς ἕνα φτεχούḍ-ḍη (= ὅταν θέλῃς νὰ γυρέψῃς ἐλεημοσύνην, πήγαινε εἰς ἕνα πλούσιον, μὴν πηγαίνῃς εἰς τὸν πτωχὸν) Καστριν. Σὰν dὸ καιρὸ ἔναι συν-νοφοῦσο, φάε κρομ-μύδι καὶ μὴ γυρέτσῃ τυρὶ (= ὅταν εἶναι κακοκαιρία καὶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἐργασθῇς, ἀρκέσου εἰς τὸ λιτὸν φαγητὸν καὶ μὴ ζητῇς πολλά· ἐπὶ τῆς ἀνάγκης νὰ συμμορφοῦταί τις εἰς τὰς ἑκάστοτε παρουσιαζομένας ἀντιξοότητας εἰς τὴν ζωὴν) Μπόβ. Κιˬ ὁ φτωχὸς ὁ γείτονας | γιˬὰ φωτιˬὰ γυρεύεται (πάντες ἔχομεν τὴν ἀνάγκην τῶν συνανθρώπων μας) Ζάκ. || ᾎσμ. Τὸ παιδὶ ᾿ς σὸ νανούδ᾿ ᾿ναι, κλαίει καὶ μάννα κ᾿ ρεύει (νανούδι= λίκνον, κούνιˬα) Καππ. β) Καλῶ, προσκαλῶ κυρίως τὸν ἰατρόν, ἐπὶ ἀσθενοῦς Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὰ δὲν ἐυρέψετε τὸ γιˬατρό; Ἐυρέψαμέ dονε, μὰ δὲν ἦρθεν ἀκόμα Ἀπύρανθ. Ἔν ἄρρωστος πολ-λὰ τσ᾿ ἐγυρέψαν τὸ γιˬατρὸ Κύπρ. γ) Ζητῶ εἰς γάμον πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Γαλλικ.) Καππ. (Σινασσ. Φλογ.): Τὴν κόρη μου τὴν γυρέψανε πολλοὶ Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὅλοι οἱ νιˬοὶ τοῦ χωριˬοῦ τὴν ἐυρεύγαν ἄοτες καὶ δὲν ἤθελεν gανένα Ἀπύρανθ. ᾿Υρεύγουσί dονε ᾿ιˬὰ μιˬὰ gοπεούδα, μὰ δὲν ἀποφασίζομε νὰ τόνε παdρέψωμε αὐτόθ. Δὲν ἔχω ᾿ς τὸ νοῦ μου νὰ ᾿υρέψω αὐτόθ. Ἔριται νὰ κ᾿ρέψ᾿ τὸ κορίτσ᾿ σὸ παιδί τ᾿ (= ἔρχεται νὰ ζητήσῃ τὸ κορίτσι γιὰ τὸ γιό του) Φλογ. Γυρέει ἄνdρα Γαλλικ. || Φρ. Γύριψαν κὶ δὲν τοὺς ᾿πῆραν (ἐπὶ ἀποκρούσεως ὑποψηφίου γαμβροῦ) Θρᾴκ. (Ἀλμ.) || Παροιμ. Τὴν ὄμορφη γυρέψανε κιˬ ὅπου ᾿χε ἀπελογήθη (τῶν ωραίων γυναικῶν προτιμώνται αἱ ἄσχημοι διὰ τὴν μεγάλην αὐτῶν προῖκα) Ζάκ. Κ᾿ οἱ μπάμπις ᾿υρέβιντι (μπάμπις= γραῖαι· καὶ τὰ πλέον ἀσήμαντα πράγματα ἀποκτοῦν κάποτε ἀξίαν) Μακεδ. (Ἄσσηρ.) || ᾌσμ. Πρὶν ἐυρεύκαν ᾿πού γενιˬάν, τώρα γυρεύκουν πὄει, μὰ πὄει νοῦν ταὶ στόχασην πάλε γενιˬὰν γυρεύκει Κύπρ. Μάννα μὲ τέσσερα παιδιˬὰ καὶ μία θυγατέρα, τῆν κόρην της ἐγύρεψαν κάτω μακρὰ ᾿ς τὰ ξένα Σινασσ. Τρεῖς ξένοι τὴ γυρεύγανε ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα Λέσβ. 5) Ἀναζητῶ τι, ψυχικῶς ἐπιθυμῶ, νοσταλγῶ κοιν. καὶ Καππ.: Δέκα νὰ ἔ᾿, πάλ᾿ ὅλα τὰ ᾿υρεύ᾿ ἡ μάννα (ἐνν. τὰ παιδιὰ) Μακεδ. (Ἄσσηρ.) Πῶς τὴ ᾿υρεύγει τὸ σπίτι μας τὴ gαλή μου μάννα! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἤφυε gαὶ ᾿υρεύγεται μέσ᾿ ᾿ς τὴ ᾿ειτονιˬὰ αὐτόθ. Ἕνα bαιδὶ μοῦ λένε νὰ βαφτίσω, μὰ δὲ ᾿υρεύγω, ᾿ιˬατὶ πῶς νὰ οἰκονομήσω τὰ φιλιοτσικὰ (= ἔξοδα βαπτίσεως) αὐτόθ. Μ᾿ ὅλα τὰ φαρμάκιˬα ποὺ γευτήκανε ἀφ᾿ τὸν καιρὸ ποὺ τὴ δουλεύγανε καὶ ᾿ς τ᾿ ἀπομεινάριˬα ἀκόμη τῆς ζωῆς τους μὲ τὴ θάλασσα, γέρνανε καὶ κοντά της γυρεύγανε νὰ πεθάνουν Α. Πουλιαν., Θλαμέν. νησ., 26. || Φρ. Σὰ ᾿γγαστρωμένος τὸ γυρεύει (ἐνν. φαγητόν, ὀπώραν· ἐπὶ ἰσχυρᾶς ἐπιθυμίας) κοιν. Τὸ γυρεύει τὸ ᾿gάστρι (ἐνν. φαγώσιμόν τι· συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μύκ. Τὸ γυρεύει ἡ ᾿γγαστριά της (συνων. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Ἦλ.) || ᾌσμ. ᾿ οἱ οὐχτω τ᾿ς οἱ γιˬοὶ δὲ θέλανε κιˬ ὁ Κωνσταdῆς γυρεύει Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κούν-νιˬα μου, κούν-νησέ μου το, κούν-νιˬα, ναν-νάρισέ το τσ᾿ ἄ τ-σοῦ γυρέψῃ τσαὶ βυντζί, στσύψε τσαὶ βύντζασέ το (βαυκάλ.) Ἀστυπ. α) Μέσ. ἀπρόσ., ὑπάρχει εἰς ἐμὲ ἡ ἐπιθυμία Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.): Μὶ γυρεύιτι. Χόρτασις ἤ σὶ γυρεύιτι ἀκόμα; β) Ὀργῶ πρὸς συνουσίαν Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἀστυπ. Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.) Κῶς Μέγαρ. Νίσυρ. Πάτμ. Τῆλ. κ.ἀ. Γυρεύgουν οἱ προυάτθες Κῶς Γυρεύτει ἡ γαάρα μας ταὶ ᾿ὰ τὴμ bᾶμε ᾿ς τὸν gαζ-ζόνη ν-νὰ μᾶς κάμῃ μουλάρι (καζόνης= ἵππος) αὐτόθ. Τὰ πρόατα γιˬουρέουνε Καλημ. Τὰ μαρθιˬά μας γυρένε (μαρθιˬὰ= οἰκόσιτα πρόβατα, αἶγες) Σέλιν. Τῶν Ἀποστόλω, ποὺ γυρεύκουν dὰ ντζά, ἀμολοῦν dὰ τραγιˬὰ τσαὶ τὰ κριάρζα μέσ᾿ ᾿ς τὰ θηλυκὰ (τῶν Ἀποστόλω= κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, 30 Ἰουνίου) Ἀστυπ. Ἅμα γίνεται τὸ φεgάρι, γυρεύουν dὰ ζ-ζὰ (κατὰ τὴν νέαν σελήνην…) Τῆλ. Συνών. γαυριˬάζω 4, γαυρίζω, γαυρομανῶ 1, γαυρομαχῶ, γαυρώνω (Ι), ζητῶ, θυμίζω, καυλώνω, πηδῶ, σύρω. 6) Ἐπιδιώκω, προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σταυρ. κ.ἀ.): Ὁ καθένας γυρεύει τὸ συμφέρο του. Γυρεύεις νὰ βρῇς τὸ μπελᾶ σου. Ἀφορμὴ γυρεύει (ἐπὶ ἐριστικοῦ). Γυρεύω τὸ δίκιˬο μου-παντρειὰ-θέση. Γυρεύει νὰ μὲ γελάσῃ-νὰ μὲ γδύσῃ-νὰ μὲ πουλήσῃ-νὰ μὲ πνίξῃ κοιν. Δούα ᾿υρεύγω νὰ bῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὴν ἀκριά σου ᾿υρεύγεις, παιδί μου, κιˬ ὥσπου νὰ τὴν εὕρῃς, δὲν ἡσυχάζεις (τὴν ἀκριά σου= τὸ θάνατό σου) αὐτόθ. Μὴ ᾿υρεύγῃς τραταμέdα τώρα, δὲ θέω τίοτα αὐτόθ. ᾿Υρεύγουνε ἀπὸ χρόνιˬα, μὰ δὲ bοροῦνε νὰ τὴ bαdρέψουνε αὐτόθ. Εἶντα ᾿ύρευα ἐγιˬὼ ν᾿ ἀνακατωθῶ μέσ᾿ ᾿ς τ᾿ ἀλακάδκιˬα καὶ τὰ ξύλα τους (ἀλακάδκιˬα= ἠλακάτιˬα= ὑδραυλικὰ ὄργανα ἀντλήσεως ὕδατος) Κύπρ. Γυρεύει νὰ κομπώνῃ με (= νὰ μὲ ἐξαπατᾷ) Σταυρ. || Φρ. Πάει γυρεύοντας (ἐνν. νὰ βρῇ τὸν μπελᾶ του· ἐπὶ τῶν ἑκουσίως πασχόντων) κοιν. Πάει γυρεύοdάς του καβγᾶ (ἐπιδιώκει φιλονικίαν) Μύκ. Ἐγύρευέν ἀτο (συνών. φρ. τά ᾿θελε καὶ τά ᾿παθε) Κερασ. || Παροιμ. Ὅ,τι ᾿υρεύγεις, θὰ βρῇς (ὅ,τι ἐπιζητεῖς νὰ κάμῃς εἰς ἄλλους, θὰ τὸ πάθῃς ὁ ἴδιος) Κασ. Ὅπο͜ιος γυρεύει τὰ πολλά, τὰ χάνει καὶ τὰ λίγα (ἐπὶ τῶν ἀπλήστων) πολλαχ. Ἐγὼ ἀφορμὴν ἐγύρεψα τσ᾿ ὁ Θεὸς καλὰ τὴν ηὗρε (ἐπὶ τῶν ἐπιζητούντων ἀφορμὴν διὰ νὰ καλύψουν τὰς πράξεις των) Θήρ. (Οἴα) Ὁ λύκος τὴν ἀνεμοζάλη γυρεύει (οἱ κακοὶ δρῶσιν καὶ ἐκμεταλλεύονται τὰς ἀνωμάλους περιστάσεις) Μέγαρ. Συνών. παροιμ. Ὁ λύκος ᾿ς τὴν ἀναμπαμπούλα χαίρεται. Τὰ μικρὰ δὲν ἤθελες, τὰ μεγάλα γύρευες (ἐπὶ τῶν πασχόντων δι᾿ ἀπληστίαν) Ζάκ. Κεφαλλ. Λέσβ. Μεγίστ. Χίος κ.ἀ. || ᾎσμ. Ἄσπρη, κατάξασπρη κλωστὴ καὶ ξέξασπρο μετάξι, ὁ νοῦς μου, ὅντα σὲ θυμηθῇ, γυρεύει νὰ πετάξῃ Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Καὶ μέσ. μετβ. Μύκ.: Γυρεύγεται νά τὸ βγάλῃ τὸ δάχτυλο ἀπὸ τὸ χέρι του καὶ δὲ bορεῖ. 7) Φροντίζω, περιποιοῦμαι τινα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Φαρασ.) Καρπ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Πάτμ.: ᾿Υρεύγει μας, ἂς εἶ ᾿gαὰ Ἀπύρανθ. ᾿Υρέψετε τ᾿ς ἐλιˬές, γιˬὰ θὰ πέσουνε ἀυτόθ. Δὲ dόνε γυρεύουνε τὰ παιδιˬά dου Κρήτ. Γυρεύει τὰ δικά του χτήματα καὶ ἀφίνει τὰ δικά μας Πατμ. Δὲ τ-τὸ γυρεύγου τ-τὸ παιδὶ (δὲν φροντίζουν διὰ τὴν ὑγείαν του) Κάρπ. Τώρα πο͜ιὸς θὰ βρεθῇ νὰ μὲ ᾿υρέψ᾿! Λεῦκ. Ἡ καρδιˬά μου τζὸ ᾿υρεύει τα (δὲν τὰ θέλω) Φάρασ. β) Μέσ., φροντίζω περὶ τῆς ὑγείας μου διὰ τῶν ἰατρῶν ἢ θεραπευτικοῦ μέσου, ἐπὶ πασχόντων τὰς φρένας ἢ ἐξ ἄλλης τινὸς νόσου. Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. (Λεμεσ. κ.ἀ.) Σύμ.: ᾿Èγ-γυρεύγεται (δὲν φροντίζει περὶ τῆς ὑγείας του) Σύμ. Νὰ ᾿υρευτῇς σὲ κανένα γιˬατρό, νὰ ᾿ῇς πῶς θέν-ν᾿ ἀποκάμῃς Κάρπ. Ἐγυρεύτηκα ᾿ς οὕλ-λους τοὺς ἰατρούς, ἀμ-μὰ ᾿ὲμ-μου κάμαν τίποτε Κύπρ. Εἶdα κάεται τσ᾿ ᾿ὲ bάει νὰ γυρευτῇ; Σύμ. Ἂν ἐγυρεύκετουν, ᾿ὲν ἐπεθάνισκεν Λεμεσ. Παρὰ τὸ μέσ. καὶ ἐνεργ. μετβ. (βλ. Γ. Χατζιδ., Ἐπιστ. Ἐπετ. Δ (1907-1908), 86 κ.ἑξ.) Ρόδ. Σύμ.: Τί διˬαλοοῦdαι τσαὶ ᾿ὲ bάουν - νὰ τὸγ - γυρέψου; (τί σκέπτονται καὶ δὲν φροντίζουν διὰ τὴν θεραπείαν του, δι᾿ ἰατρῶν ἢ δι᾿ ἄλλων τρόπων;) Σύμ. 8) Φροντίζω διὰ λειτουργιῶν καὶ παρακλήσεων ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς νεκροῦ ποὺ βρικολάκιασε Ρόδ. Σύμ.: Ἐπῆα g᾿ ἐγυρέψα dογ, γιˬατὶ εὑρίσκει dο dὶς νύχτες Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/