ἀπιδόσκαλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπιδόσκαλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπιδόσκαλα ἡ, Βιθυν. (Κατιρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀπίδι καὶ σκάλα.
Σημασιολογία
Κλῖμαξ εἰς τὴν ὁποίαν ἀναβαίνοντες συνάζουν τὰ ἀπίδια ἔνθ’ ἀν.: Ἅμα νύχτωσε, πάει παίρνει μνιˬὰ ἀπιδόσκαλα, ἕνα κασμᾶ κ’ ἕνα φκυˬάρι καὶ κάθεται καὶ ξεχώνει τὸν πεθαμένο (ἐκ παραμυθ.) Βιθυν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA