γλυκοκουβεντιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοκουβεντιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοκουβεντιˬάζω πολλαχ. γλυκοκουβεdιˬάζω Κεφαλλ. γλυκοκουβεντιˬάζου Σκῦρ. γλυκουκουβεντιˬάζου Μακεδ. (Δεσπότ. Ἑπταχώρ.) γλυκουκουβιντιˬάζου Μακεδ. (Καστορ. Κοζ. Πεντάλοφ.) Στερελλ. (Κολάκ. Φθιῶτ. Φτελ. Φωκ.) γλυκουκ᾿βιντιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γλυκοκουβεδιˬάζω Κρήτ. (Ἀρχαν. Νεαπ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. κουβεντιάζω.

Σημασιολογία

1) Συνδιαλέγομαι μετὰ γλυκύτητος, ἁβρότητος, φιλοφροσύνης πολλαχ.: Νὰ γέμιζα τὰ χέριˬα μου βιˬόλες καὶ νὰ γλυκοκουβέντιˬαζα λιγὰκι μὲ τὴ φράχτη Πελοπν. (Ἀνώγ.) Ἡ Ἀννούλα τοῦ γλυκοκουβέντιˬαζε μ᾿ ἕνα ὕφος ποὺ δὲ μπορῶ νὰ σοῦ τὸ περιγράψω Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 223. Εἴτε γλυκοκουβέντιˬαζε καὶ χαμογελοῦσε, είτε θύμωνε, φρένιˬαζε καὶ σκότωνε Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 83. || ᾌσμ. Γυρνάει οὑ γέρους καὶ τοὺς λέει, τοὺς γλυκουκουβεντιˬάζει Μακεδ. (Δεσπότ.) Τὴ bαυοπούαν ἀγαπῶ | καὶ dρέπομαι νὰ τσῆ τὸ ᾿πῶ. Σῦρε, μάννα, καὶ ᾿πέ τση το, γλυκοκουβέδιˬασέ τση το Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θαρρῶ βρίσκου ἀδιλφούλιˬα μου, νὰ γλυκουκουβιντιˬάσου Μακεδ. (Καστορ.) Νὰ μὴ μοῦ φᾷς τὴ γλῶσσα του ποὺ γλυκοκουβεντιˬάζει Πελοπν. (Μανιάκ.) Πάρ᾿τε, βουνά, τὴν πάχνη σας, πάρ᾿τε την κατσαχνιˬά σας, γιˬὰ ν᾿ ἀγναντέψω, γιˬὰ νὰ ἰδῶ, νὰ γλυκοκουβεντιˬάσω μ᾿ αὐτὴν τὴ δόλιˬα κλεφτουριˬά, μ᾿ αὐτὸν τὸν Κατσαντώνη Πελοπν. (Μαντίν.) Κὶ ᾿ς τὴ διξιˬά μου τὴ μιριˬὰ ν᾿ ἀφήσ᾿τι παραθύρι, γιˬὰ νὰ πιρνάῃ ἡ μαννούλα μου νὰ γλυκοκουβιντιˬάζῃ Μακεδ. (Ἑπταχώρ.) Συνών. γλυκομιλῶ. 2) Συνομιλῶ ἐρωτικῶς πολλαχ. Γλέπ᾿ς νὰ ξιρουσαλιˬάζουντι κὶ ν᾿ ἀρ᾿νᾶν νὰ γλυκουκουβιντιˬάζ᾿νι Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Νὰ κάθωνται πλάι πλάι νὰ γλυκοκουβεντιˬάζουνε, νὰ τῆς χαῖδεύῃ τὰ μαλλιˬὰ Σ. Σκόκ., Διηγήμ., 114. Τὸν τσακώνω νὰ γλυκοκουβεντιˬάζῃ μὲ τὴν κόη (= κόρη) Δ. Βουτυρ., Μέσ᾿ ᾿ς τοὺς ἀνθρωποφάγ., 80 || ᾌσμ. Πῶς νά ᾿κανα νὰ πέρναγα τὸ ἔρημο ποτάμι καὶ νὰ γλυκοκουβέντιˬαζα μὲ οὕλα τὰ κορίτσιˬα Πελοπν. (Μανιάκ.) Δὲ θέλω ᾿γὼ παράδεισο μήτ᾿ ἐκκλησιˬὰ ν᾿ ἁγιˬάσω, μόν᾿ θέλω τὸ πουλλάκι μου νὰ γλυκοκουβεντιˬάσω Βιθυν. Ρέομαι νὰ σὲ λογιˬάζου, | νὰ σοῦ γλυκοκουβεντιˬάζου (ρέομαι = ἐπιθυμῶ, λογιˬάζω = βλέπω) Σκῦρ. Ἀντάμα τρῶν καὶ πίνουνε καὶ γλυκοκουβεντιˬάζουν Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., σ. 88,3 - Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/