δασκαλωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δασκαλωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δασκαλωσύνη ἡ, Σίφν. - Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. Θέατρ., 82 Π. Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ., 91 - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. διˬασκαλωσύνη Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάσκαλος καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -ωσύνη. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλαχ.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐπάγγελμα τοῦ διδασκάλου Πόντ. (Οἰν.) Σίφν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ὁ Τριαντάφυλλος ἠπαράτησε τὴν δασκαλωσύνη Σίφν. Συνών. δασκαλική, δασκαλίκι. 2) Ἡ μόρφωσις Λεξ. Βάιγ. 3) Ἡ σχολαστικότης Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Π. Βλάστ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Εἶδα κἄπου πὼς μὲ τὴν ἴδιˬα τὴ δασκαλωσύνη μᾶς κατηγοροῦνε ἄξαφνα καὶ γιˬὰ τὸ σχολεῖο Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν. Μὲ τὴν καθαρεύουσα καὶ τὴ δασκαλωσύνη γυρεύουμε νὰ φτε͜ιάσουμε ἱστορία καὶ ἔθνος Π. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA