ἀπιδούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπιδούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπιδούλλα ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπιδεˬὰ καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλλα.
Σημασιολογία
Μικρὰ ἀπιδέα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπιδίτσα 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀπιδούλλα ἐνιαχ. Ἀb’δούλλα Ἤπ. (Διχομ.) Ἀπιδοῦλλες Πελοπν. (Μοναστηρ. Στρέζ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA