γλυκόκουπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόκουπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκόκουπα ἡ, ἐνιαχ. γλυκόκουπ-α Κῶς (Καρδάμ. Πυλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς, ὡς οὑσ. λαμβανόμενον, καὶ τοῦ οὐσ. κούπα.
Σημασιολογία
Δοχεῖον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου διατηρεῖται καὶ προσφέρεται τὸ γλυκὸ ἔνθ᾿ ἀν.: Κέρασα δυˬὸ γλυκόκουπ-ες γλυκὸ Κῶς (Πυλ.) Ἤβγαλ-λε δ-δίσκο μ-μὲ γλυκόκουπ-αν καὶ τράτ-αρέμ-μας Κῶς (Καρδάμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA