γλυκόλαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκόλαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλυκόλαδο τό, Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ γραμματ., 1,44.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. λάδι.
Σημασιολογία
Ὀρυκτέλαιον: Τὸ σάλιˬο εἶναι σὰν τὸ γλυκόλαδο ποὺ τὸ χρειάζεται ἡ μηχανὴ γιˬὰ νὰ λειτουργήσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA