γλυκόλαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκόλαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκόλαλος ἐπίθ. Καππ. (Σινασσ.) Κρητ. Πελοπν. (Ἄργ. Πάτρ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) - Κ. Παλαμ., Γράμματ., 2,12 καὶ 71 Δ. Σάρρ., Ἑκάβ., 98 Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. θέατρ., 99 καὶ 280, Ὄνειρ. Γιαννίρ., 227 Μ. Τσιριμώκ., Σονέττ., 36 Σ. Σκίπ., Κάλβ. μέτρ., 68 Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. Κόσμ., 120 - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. γλυκόλαλους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γλυκόλαλος. Βλ. Ἐρωτοπαίγν., 20 (ἔκδ. Hesseling - Pernot).

Σημασιολογία

Ὁ ὁμιλῶν γλυκέως, ἡδέως, εὐαρέστως Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Καππ. (Σινασσ.) Κρητ. Πελοπν. (Ἄργ. Πάτρ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.) Κ. Παλαμ. Γράμματ., 2,71 Δ. Σάρρ., Ἑκάβ., 8 Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. Θέατρ., 99 καὶ 280, Ὄνειρ Γιαννίρ., 227 - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ.: Γλυκόλαλο παιδὶ Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 227. Γλυκόλαλο στόμα Λεξ. Δημητρ. Διˬαβαίνοντας ἀπὸ πολλοὺς βαθυστόχαστους κήρυκες καί γλυκόλαλους δουλευτάδες τῆς λαϊκῆς παράδοσης Κ. Παλαμ., Γράμματ., 2,71. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Ἐρωτοπαίγν., 20 (ἔκδ. Hesseling - Pernot) «καὶ ἡ γλῶσσα σου ἡ γλυκόλαλος ζάχαριν μὲ τὸ μέλιν». β) Ὁ ἡδύφωνος, ὁ καλλίφωνος Κρήτ. Πελοπν. (Ἄργ. Πάτρ.)- Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Γλυκόλαλο πουλλὶ Ἀργ. || ᾌσμ. Ἄνοιξε τ᾿ ἀχειλάκι σου, γλυκόλαλο πουλλί μου, καὶ δῶσ᾿ μου μιˬὰ παρηγοριˬὰ πὼς θὰ γενῇς δική μου Κρήτ. Φαλάκριˬασες, γέρο-Βοδιˬᾶ, μὲ τὰ κρύα νερά σου, τὶς γλυκόλαλες πέρδικες καὶ μὲ τὰ ἔλατά σου Πάτρ. || Ποίημ. Πουλλιˬὰ μικρὰ γλυκόλαλα λογιˬῶν λογιˬῶν χιλιˬάδες Λεξ. Δημητρ. Συνών γλυκολάλητος 1β. γ) Ὁ ἡδέως, γλυκέως ἠχῶν Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ., 120 Σ. Σκίπ., Κάλβ. μέτρ., 68 Μ. Τσιριμῶκ., Σονέττ., 36 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀκούστηκαν οἱ καμπάνες, καμπάνες γλυκόλαλες Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾿ ἀν. Γλυκόλαλο βροντολόημα, ποὺ ἔσχιζε τὴν ἡσυχία αὐτόθ. Γλυκόλαλη φλογέρα Λεξ. Δημητρ. Γλυκόλαλο ρέμα - κουδουνητὸ αὐτόθ || Ποιήμ. Ἄχ, μακριά σου! ᾿Σ τὰ σούρουπα δὲ θ᾿ ἀκούω πιˬὰ τοὺς ἤχους τοῦ γλυκόλαλου σήμαντρου ποὺ μηνάει ᾿ς τὸ σπερνὸ Σ. Σκίπ., ἔνθ᾿ ἀν. Γιˬὰ νὰ δοξάζῃ τὴ ζωή, γλυκόλαλη φλογέρα Μ. Τσιριμῶκ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γλυκολάλητος 1γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/