ἀπίθανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπίθανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπίθανος ἐπίθ. λογ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπίθανος

Σημασιολογία

Ὁ δυσκόλως δυνάμενος νὰ πιστευθῇ, ὁ μὴ πιθανός, ἀπίστευτος: Ἀπίθανο πρᾶμα. Ἀπίθανο εἶναι νὰ ἔρθῃ σήμερα. Συνών. ἄπειθος 2, ἀπίστευτος 1α.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/