ἀπίκκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπίκκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπίκκο ἐπίρρ. πολλαχ. ἀπίκκου πολλαχ. ἀπίκ-κου Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. (Κάστελλ.) Σύμ. ἀπίκκ’ Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀbίκκου Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς Ἰταλ. φρ. a picco. Οἱ εἰς -ου τύπ. κατ’ ἀναλογ. πρὸς τὰ εἰς -ου ἐπιρρ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 309.

Σημασιολογία

1) Κυριολ. κατὰ κάθετον, καθέτως, κατακορύφως, ἐπὶ τῆς ἀγκύρας μήπω ἀνασπασθείσης καὶ τῆς ὁποίας ἡ ἅλυσις φέρεται κατακορύφως πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης πολλαχ.: Εἶναι-ἦρθε-πῆγε ἡ ἄγκυρα ἀπίκκου. Εἴμαστε ἀπίκκου νὰ σαλπάρωμε πολλαχ. Φέρε τὸ καΐκιν ἀπίκ-κου (ἀκριβῶς ἄνωθι τῆς ἀγκύρας, ὥστε τὸ εἰς ταύτην προσδεδεμένον σχοινίον νὰ εἶναι κάθετον) Σύμ. Βίρα νὰ πάμε ἀπίκ-κου! (στρέφε τὸν ἐργάτην πρὸς ἀνάσπασιν τῆς ἀγκύρας μέχρις οὗ φθάσῃ τὸ πλοῖον ἄνωθι τῆς ἀγκύρας, ὅτε ἡ ἅλυσις αὐτῆς ἔρχεται κάθετος) Ἄνδρ. || Φρ. Ἀπίκ-κου πάει τὸ κατούρημάν του (ρέει πρὸς τὰ κάτω ἄνευ ὁρμῆς, ἄρα ὁ οὐρῶν εἶναι ἀδύνατος, ἐπὶ γέροντος ἢ ἀσθενοῦς) Μεγίστ. 2) Μεταφ. ἑτοίμως πολλαχ.: Εἶμαι ἀπίκκου (ἕτοιμος πρὸς ἀναχώρησιν, πρὸς ἐκκίνησιν διὰ πλοίου ἣ καὶ ἄλλως) πολλαχ. Ἀπίκ-κου-ν-ἔν’ (εἶναι. καθ’ ὅλα ἕτοιμος) Μεγίστ. Στέκει ἀπίκκου (εἶναι ἕτοιμος) Πελοπν. (Μάν.) Ἀπίκκου πρέπει νὰ ’βρέθης μόλις σὀφωνάξανε κ᾽ ἤτρεξες νὰ μὴ χάσῃς (πρέπει νὰ=θὰ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁ βασιλέας ἐκάετον ἀπίκ-κου μὲ τὸ σπαθί, κόβγει τὴν κεφαλήν του (ἐκ παραμυθ.) Σύμ. Ἐβάσταν τὸ σπαθάκιν του σηκωμένον, ἂν τύχῃ πάλε τίποτε, νά ’ναι ἀπίκ-κου (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. β) Προθύμως Νάξ. (Ἀπύνρανθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ὅ,τι σοῦ λέω πρέπει νὰ βρίσκεσ’ ἀπίκκου νὰ τὸ κάνῃς Ἀπύρανθ. Αὐτεί' ἡ ᾽ναῖκα στέκιτι ἀπίκκ’ ᾽ς τοὺν ἄντρα τ᾿ς Αἰτωλ. Ἀπίκκ᾽ στέκουμι ᾿ς τ᾿ς γουνεοὺς μ᾿ ἰγὼ (εἶμαι πρόθυμος εἰς τὰς θελήσεις των) αὐτόθ. γ) Ἀκριβῶς Κεφαλλ. (Λειξούρ.) Ρόδ. (Κάστελλ.) κ.ἀ.: Ἡ ὥρα εἶναι δώδεκα ἀπίκκου Λειξούρ. Αὐτὸς ὁ νέος εἶναι ἀπίκ-κου γιˬ᾿ αὐτὴν τὴν δουλε͜ιάν Κάστελλ. δ) Αὐτοστιγμεί, ἀμέσως Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐφώναξέ του κ’ εὑρέθην ἀπίκκου. Συνών. φρ. ᾽ς τὴ στιγμή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/