γλυκολεμονιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκολεμονιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλυκολεμονιˬὰ ἡ, Κεφαλλ. Κύπρ. Ρόδ. Χίος - Θ. Παύλ., Πορτοκαλλ., 4 Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 316 καὶ 343 Ν. Λύχν, Ὁδηγ. καλλιεργ., 46 - Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 472 Πρω. Δημητρ. γλυκολειμονιˬὰ Κρήτ. (Βιάν.) Πελοπν. (Γαργαλ.)- Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημώδ. ὀνόμ. φυτ., 15 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γλυκολεμονὰ Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλυκολέμονο.
Σημασιολογία
Ποικιλία τοῦ δένδρου Κίτριον ἡ λεμονέα (Citrium limonius) τῆς οἰκογ. τῶν Ἑσπεριδοειδῶν (Hesperidae) μὲ ξινόγλυκους καρπούς ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Εἶdα ᾿χεις, γλυκολειμονιˬά, κ᾿ ἐπέσανέ σου τ᾿ ἄνθη, bὰ νά ᾿σπασεν ἡ γάστρα σου γἢ τὸ νερό σ᾿ ἐχάθη; Κρήτ. ᾿Κόμα δὲν ἔκαμα ἀρχὴν νὰ σκίσω τὴν καρδιˬά μου, νὰ τραουδῶ καὶ νὰ ’παινῶ τὴγ-γλυκολεμονιˬά μου Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA