γλυκολεμονίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκολεμονίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γλυκολεμονίτσα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γλυκολεμονιˬά.

Σημασιολογία

Γλυκολεμονιˬὰ εἰς θωπευτ. ἔννοιαν: ᾎσμ. Νύφη, εἶdα ᾿χεις καὶ γρινιˬάζεις, | πού ᾿χεις ἄdρα καὶ ταιριˬάζεις; πού ᾿χεις ἄdρα παλληκάρι | κ᾿ εἶχες μοῖρα νὰ σὲ πάρῃ; ἔχει κορμοστάσι βίτσα | σὰν τὴ γλυκολεμονίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/